O
π. Σεραφεὶμ Ρόουζ ἦταν ἕνας Ἀμερικανὸς προτεστάντης, ποὺ πέρασε κατόπιν
ἀπ᾽ ὅλα σχεδὸν τὰ σύγχρονά του ἀνατολικὰ θρησκευτικὰ καὶ φιλοσοφικὰ
ῥεύματα. Μὲ τὴν ῥιζικὴ ὅμως μετάνοια καὶ τὴν μεταστροφή του στὴν Μία
Ἁγία Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία μὲ τὴν σταυροαναστάσιμη πορεία της
ἀφωμοίωσε κυριολεκτικὰ ὅλη τὴν ὀρθόδοξη πατερικὴ σκέψι σὲ τέτοιο βαθμό,
ὥστε νὰ μπορῇ νὰ ἀνατρέψῃ κάθε σημερινὴ ἰδεολογία τῆς μεταπατερικῆς
αἱρέσεως. Ἡ παρακάτω ἀνθοδέσμη – ἐκλογὴ ἀπὸ τὰ ἔργα του δείχνει
περίτρανα πῶς χαριτώνει ὁ Θεὸς αὐτοὺς ποὺ πεθαίνουν γιὰ τὸν κόσμο καὶ
τὶς ἡδονές του, καὶ ζοῦν γι᾽ Αὐτόν, τὸν γλυκύτατον Χριστόν.
O π. Σεραφεὶμ ἔγραψε ἐναντίον τῆς προσπαθείας νὰ ὑποβιβασθοῦν τὰ πρότυπα τῆς Ἐκκλησίας, ὅταν οἱ ἀναζητοῦντες τὴ μεταρρύθμισι ὀρθόδοξοι συγκεντρώθηκαν τὸ 1971 γιὰ νὰ προετοιμάσουν τὴν «Ὀγδόη Οἰκουμενικὴ Σύνοδο». Προφανῶς αὐτὴ ἡ Σύνοδος προωριζόταν νὰ γίνῃ γιὰ τὴν Ὀρθοδοξία ὅ,τι ἡ δευτέρα Σύνοδος τοῦ Βατικανοῦ γιὰ τὸν ῾Ρωμαιοκαθολικισμὸ ἕξι χρόνια πρίν. Μία ἀπὸ τὶς ἐκθέσεις τῆς ἡμερησίας διατάξεως, μὲ τίτλο «Ἀναθεώρησι τῶν ἐκκλησιαστικῶν κανόνων περὶ νηστείας σύμφωνα μὲ τὶς ἀνάγκες τῆς ἐποχῆς μας», πρότεινε, δεδομένου ὅτι οἱ περισσότεροι ὀρθόδοξοι πιστοὶ δὲν τηροῦν ὅλες τὶς νηστεῖες τῆς Ὀρθοδόδου Ἐκκλησίας, ἡ νηστεία νὰ γίνῃ εὐκολώτερη, ὥστε νὰ τοὺς ταιριάζῃ, «προκειμένου νὰ ἀποφευχθοῦν τὰ προβλήματα συνειδήσεως λόγῳ τῆς παραβίασης τῶν αὐστηρῶν ἐκκλησιαστικῶν ἐπιταγῶν».
«Μιὰ τέτοια προσέγγιση», ἔγραψε ὁ π. Σεραφείμ, «εἶναι ἐντελῶς ἀνορθόδοξη, καὶ ἀποτελεῖ προφανῆ καὶ ἀνεπεξέργαστη μίμησι τοῦ πνεύματος μεταρρύθμισης τῆς Λατινικῆς Ἐκκλησίας, ποὺ εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα τὴν ὁλοκληρωτικὴ κατάργησι τῆς νηστείας. Ὁ ὀρθόδοξος κανόνας γιὰ τὴ νηστεία δὲν ἀποσκοπεῖ στὴν “ἀποφυγὴ τῶν προβλημάτων συνειδήσεως”, ἀλλὰ μᾶλλον στὴν κλῆσι τῶν πιστῶν σὲ ἕνα δύσκολο, ἐμπνευσμένο καὶ ταπεινὸ πρότυπο χριστιανικῆς ζωῆς. Ἐὰν οἱ πιστοὶ ὑστεροῦν ἐν σχέσει πρὸς τὰ πρότυπα, τουλάχιστον μποροῦν νὰ δοῦν πόσο μακριὰ εἶναι ἡ ζωή τους ἀπὸ αὐτὰ τὰ πρότυπα, ἀπὸ τὸν κανόνα, ποὺ παραμένει πάντα ὁ ἴδιος. Ἡ παπικὴ ἰδέα, βασισμένη στὴν πλανερὴ σύγχρονη ἀρχὴ τῆς πνευματικῆς αὐταρέσκειας, ἀφορᾷ εἴτε στὴν παραχώρησι μιᾶς εἰδικῆς “ἀπαλλαγῆς” ἀπὸ τὴν ὑποχρέωσι συμμορφώσεως πρὸς τὰ πρότυπα (μιὰ ἰδέα ποὺ ἔχουν ἤδη εἰσαγάγει κάποιες Ὀρθόδοξες ἀποφάσεις) εἴτε στὴν ἀλλαγὴ τῶν ἴδιων τῶν προτύπων, ἔτσι ὥστε ὁ πιστὸς νὰ μπορῇ νὰ ἐκπληρώσῃ εὔκολα τὸν κανόνα καὶ μὲ αὐτὸ τὸν τρόπο νὰ λαμβάνῃ μιὰ αἴσθησι ἱκανοποιήσεως ἀπὸ τὴν “ὑπακοὴ στὸν νόμο”. Αὐτὴ ἀκριβῶς εἶναι ἡ διαφορὰ μεταξὺ τοῦ Τελώνου καὶ τοῦ Φαρισαίου· ὁ ὀρθόδοξος ἄνθρωπος αἰσθάνεται ἀδιάκοπα ὅτι εἶναι ἕνας ἁμαρτωλὸς ἐπειδὴ ὑπολείπεται κατὰ πολὺ ἀπὸ τὰ πρότυπα ποὺ ἔχει θέσει ἡ Ἐκκλησία (κατὰ τὸ πνεῦμα ἐὰν ὄχι κατὰ τὸ γράμμα τοῦ νόμου), ἐνῷ ὁ “σύγχρονος” ἄνθρωπος ἐπιθυμεῖ νὰ νιώθῃ δικαιωμένος, χωρὶς ὁποιονδήποτε πόνο συνειδήσεως γιὰ τὸ ὅτι ὑπολείπεται τῶν ἐκκλησιαστικῶν προτύπων».
O π. Σεραφεὶμ ἔγραψε ἐναντίον τῆς προσπαθείας νὰ ὑποβιβασθοῦν τὰ πρότυπα τῆς Ἐκκλησίας, ὅταν οἱ ἀναζητοῦντες τὴ μεταρρύθμισι ὀρθόδοξοι συγκεντρώθηκαν τὸ 1971 γιὰ νὰ προετοιμάσουν τὴν «Ὀγδόη Οἰκουμενικὴ Σύνοδο». Προφανῶς αὐτὴ ἡ Σύνοδος προωριζόταν νὰ γίνῃ γιὰ τὴν Ὀρθοδοξία ὅ,τι ἡ δευτέρα Σύνοδος τοῦ Βατικανοῦ γιὰ τὸν ῾Ρωμαιοκαθολικισμὸ ἕξι χρόνια πρίν. Μία ἀπὸ τὶς ἐκθέσεις τῆς ἡμερησίας διατάξεως, μὲ τίτλο «Ἀναθεώρησι τῶν ἐκκλησιαστικῶν κανόνων περὶ νηστείας σύμφωνα μὲ τὶς ἀνάγκες τῆς ἐποχῆς μας», πρότεινε, δεδομένου ὅτι οἱ περισσότεροι ὀρθόδοξοι πιστοὶ δὲν τηροῦν ὅλες τὶς νηστεῖες τῆς Ὀρθοδόδου Ἐκκλησίας, ἡ νηστεία νὰ γίνῃ εὐκολώτερη, ὥστε νὰ τοὺς ταιριάζῃ, «προκειμένου νὰ ἀποφευχθοῦν τὰ προβλήματα συνειδήσεως λόγῳ τῆς παραβίασης τῶν αὐστηρῶν ἐκκλησιαστικῶν ἐπιταγῶν».
«Μιὰ τέτοια προσέγγιση», ἔγραψε ὁ π. Σεραφείμ, «εἶναι ἐντελῶς ἀνορθόδοξη, καὶ ἀποτελεῖ προφανῆ καὶ ἀνεπεξέργαστη μίμησι τοῦ πνεύματος μεταρρύθμισης τῆς Λατινικῆς Ἐκκλησίας, ποὺ εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα τὴν ὁλοκληρωτικὴ κατάργησι τῆς νηστείας. Ὁ ὀρθόδοξος κανόνας γιὰ τὴ νηστεία δὲν ἀποσκοπεῖ στὴν “ἀποφυγὴ τῶν προβλημάτων συνειδήσεως”, ἀλλὰ μᾶλλον στὴν κλῆσι τῶν πιστῶν σὲ ἕνα δύσκολο, ἐμπνευσμένο καὶ ταπεινὸ πρότυπο χριστιανικῆς ζωῆς. Ἐὰν οἱ πιστοὶ ὑστεροῦν ἐν σχέσει πρὸς τὰ πρότυπα, τουλάχιστον μποροῦν νὰ δοῦν πόσο μακριὰ εἶναι ἡ ζωή τους ἀπὸ αὐτὰ τὰ πρότυπα, ἀπὸ τὸν κανόνα, ποὺ παραμένει πάντα ὁ ἴδιος. Ἡ παπικὴ ἰδέα, βασισμένη στὴν πλανερὴ σύγχρονη ἀρχὴ τῆς πνευματικῆς αὐταρέσκειας, ἀφορᾷ εἴτε στὴν παραχώρησι μιᾶς εἰδικῆς “ἀπαλλαγῆς” ἀπὸ τὴν ὑποχρέωσι συμμορφώσεως πρὸς τὰ πρότυπα (μιὰ ἰδέα ποὺ ἔχουν ἤδη εἰσαγάγει κάποιες Ὀρθόδοξες ἀποφάσεις) εἴτε στὴν ἀλλαγὴ τῶν ἴδιων τῶν προτύπων, ἔτσι ὥστε ὁ πιστὸς νὰ μπορῇ νὰ ἐκπληρώσῃ εὔκολα τὸν κανόνα καὶ μὲ αὐτὸ τὸν τρόπο νὰ λαμβάνῃ μιὰ αἴσθησι ἱκανοποιήσεως ἀπὸ τὴν “ὑπακοὴ στὸν νόμο”. Αὐτὴ ἀκριβῶς εἶναι ἡ διαφορὰ μεταξὺ τοῦ Τελώνου καὶ τοῦ Φαρισαίου· ὁ ὀρθόδοξος ἄνθρωπος αἰσθάνεται ἀδιάκοπα ὅτι εἶναι ἕνας ἁμαρτωλὸς ἐπειδὴ ὑπολείπεται κατὰ πολὺ ἀπὸ τὰ πρότυπα ποὺ ἔχει θέσει ἡ Ἐκκλησία (κατὰ τὸ πνεῦμα ἐὰν ὄχι κατὰ τὸ γράμμα τοῦ νόμου), ἐνῷ ὁ “σύγχρονος” ἄνθρωπος ἐπιθυμεῖ νὰ νιώθῃ δικαιωμένος, χωρὶς ὁποιονδήποτε πόνο συνειδήσεως γιὰ τὸ ὅτι ὑπολείπεται τῶν ἐκκλησιαστικῶν προτύπων».
Ὁ π. Σεραφείμ, λοιπόν, εἶδε ὅτι ἡ θεραπεία γιὰ τὴν ἀδράνεια καὶ τὴν ὀμφαλοσκοπία δὲν στηρίζεται στὴν ἀναθεώρησι τῶν προτύπων τῆς ὀρθόδοξης ζωῆς καὶ πρακτικῆς, ἀλλὰ μὲ τὸ νὰ τεθῇ τὸ σύνολο τῆς ὀρθοδόξου παραδόσεως ὡς στόχος τὸν ὁποῖο οἱ ἄνθρωποι θὰ μποροῦσαν νὰ ἐπιδιώξουν. «Ἐμεῖς, οἱ τελευταῖοι χριστιανοί», ἔγραφε, «εἴμαστε μακριὰ ἀπὸ τὴν κανονικὴ ζωὴ τῆς ὀρθοδόξου εὐσεβείας· ἑπομένως, πόσο θὰ πρέπῃ νὰ ἀγωνιστοῦμε προκειμένου νὰ ἐπιστρέψουμε σ᾽ ἐκείνη τὴν κανονικὴ ζωή! Ἀλλὰ καὶ πόσο ἐνθαρρυντικὴ εἶναι ἡ πορεία πρὸς αὐτήν!». Ἀλλοῦ ἔγραφε ὅτι «ἀβίαστη μετάδοσι τῆς Ὀρθοδοξίας» μπορεῖ νὰ ἐπιτευχθῇ «σὲ μία κανονικὴ ἐνορία, ἐὰν ὁ ἱερέας της εἶναι τῆς “παλιᾶς” νοοτροπίας, μὲ ζέσι γιὰ τὴν Ὀρθοδοξία καὶ ἐπιθυμία γιὰ τὴν σωτηρία τοῦ ποιμνίου του, ποὺ δὲν θὰ συγχωρῇ τὶς ἁμαρτίες καὶ τὶς κοσμικές τους συνήθειες, ἀλλὰ θὰ τοὺς ὠθῇ πάντα σὲ ἕνα ὑψηλότερο πνευματικὸ ἐπίπεδο ζωῆς».
«…Δὲν εἶναι ἀρκετὸ νὰ ὑποστηρίζῃ κάποιος ὅτι μιλᾷ γιὰ τὴν πατερικὴ Ὀρθοδοξία. Πρέπει νὰ ἀνήκῃ καὶ στὴ γνήσια παράδοσι τῶν ἁγίων Πατέρων, ὄχι μόνο “ἀνακαλύπτοντάς τους ἐκ νέου” σὲ μιὰ σύγχρονη ἀκαδημία ἢ μία σχολή, ἀλλὰ πραγματικὰ λαμβάνοντας τὴν παράδοσί τους ἀπὸ τοὺς πατέρες του. Ἕνας εὐφυὴς ἑρμηνευτὴς τοῦ πατερικοῦ δόγματος δὲν ἀνήκει σ᾽ αὐτὴ τὴν παράδοσι. Ἀντιθέτως, ἀνήκει ἐκεῖνος ποὺ δὲν ἐμπιστεύεται τὴν κρίσι του, ἀλλὰ ρωτᾶ συνεχῶς τοὺς πατέρες του ποιά εἶνε ἡ κατάλληλη προσέγγισι καὶ κατανοήσι τῶν ἁγίων Πατέρων» (σελ. 185-187).
Ἔχοντας ἐνστερνισθῆ τὴν παραδοσιακὴ Ὀρθοδοξία ποὺ ἀνέθρεψε τόσους πολλοὺς ἁγίους ―συμπεριλαμβανομένου ἑνὸς ποὺ τὸν γνώριζε προσωπικά, τοῦ ἀρχιεπισκόπου Ἰωάννου Μαξίμοβιτς―, ὁ π. Σεραφεὶμ εἶχει ἀμφιβολίες ἂν ἡ «ἀποκατεστημένη» Ὀρθοδοξία τῆς σύγχρονης ἀκαδημαϊκῆς θεολογίας θὰ ἔφερνε τοὺς ἴδιους καρπούς. Ὅσο μποροῦσε νὰ δῇ, ἡ τελευταία εἶχε ἤδη χάσει τὸ αἴσθημα τῆς ἀσκητικῆς εὐσεβείας, μέσα στὴν ὁποία εἶχαν παιδαγωγηθῆ οἱ ἅγιοι. Σ᾽ ἕνα ἄρθρο γιὰ τὸν Ὀρθόδοξο Λόγο, προσπάθησε νὰ ἐξηγήσῃ τὸ γιατί:
«Ἡ ἀδυναμία τῆς Ὀρθοδοξίας, ποὺ τόσο εὐρέως ἐκφράζεται καὶ βιώνεται στὶς μέρες μας, εἶναι ἀναμφίβολα ἕνα προϊὸν ἐνδείας καὶ ἐλλείψεως σοβαρότητος τῆς σύγχρονης ζωῆς. Ἡ Ὀρθοδοξία σήμερα, μὲ τοὺς ἱερεῖς καὶ τοὺς θεολόγους καὶ τοὺς πιστούς της, ἔχει καταστῆ κοσμική. Οἱ νέοι, προερχόμενοι ἀπὸ ἄνετα σπίτια, εἴτε δέχονται εἴτε ἐπιδιώκουν μιὰ θρησκεία ποὺ δὲν ἀποκλίνει ἀπὸ τὴν αὐτάρεσκη ζωὴ τὴν ὁποία γνωρίζουν· οἱ καθηγηταὶ καὶ οἱ διδάσκοντες ἀρέσκονται στὸ περιβάλλον τοῦ ἀκαδημαϊκοῦ κόσμου, ὅπου ἐμφανῶς τίποτα τελικὰ δὲν γίνεται ἀποδεκτὸ ὡς σοβαρό, ὡς ζήτημα ζωῆς ἢ θανάτου, καθὼς καὶ ἡ πολὺ ἀκαδημαϊκὴ ἀτμόσφαρια μιᾶς αὐτάρεσκης κοσμικότητος―, ὅλοι αὐτοὶ οἱ παράγοντες μαζὶ δημιουργοῦν μιὰ τεχνητὴ ἀτμόσφαιρα θερμοκηπίου, στὴν ὁποία ὁ,τιδήποτε κι ἂν εἰπωθῇ σχετικὰ μὲ τὶς ἐξυψωμένες ὀρθόδοξες ἀλήθειες καὶ ἐμπειρίες, σὲ ὁποιαδήποτε συναφῆ μὲ τὸν κοσμικὸ προσανατολισμὸ τοῦ ὁμιλητῆ καὶ τοῦ ἀκροατῆ ἔκφρασι λεχθῇ, δὲν μπορεῖ νὰ φθάσῃ στὰ βάθη τῆς ψυχῆς καὶ νὰ παραγάγῃ τὴ βαθειὰ ἀφοσίωσι ποὺ φυσιολογικὰ συναντοῦσε κάποιος στοὺς ὀρθοδόξους Χριστιανούς».
Ὁ π. Σεραφεὶμ …προπάντων ἐπιθυμοῦσε νὰ ἐμπνεύσῃ στὴ νέα γενιὰ τὴν πνευματικὴ ἄσκησι· «ἔδινε ἔμφασι στὴν ἔμπρακτη πνευματικὴ ζωὴ παρὰ στὴν ὁμιλία περὶ αὐτῆς».… Ὅπως εἶχε πεῖ ὁ ἀρχιεπίσκοπος Ἀβέρκιος, «ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι μιὰ ἀσκητικὴ πίστι ποὺ καλεῖ σὲ ἀσκητικὸ ἀγῶνα μὲ σκοπὸ τὴν ἐκρίζωσι τῶν ἁμαρτωλῶν παθῶν καὶ τὴν ἐμφύτευσι τῶν χριστιανικῶν ἀρετῶν». Σύμφωνα μὲ τὴ διδασκαλία τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τῆς Κλίμακος καὶ ἄλλων ἁγίων Πατέρων, πρέπει κάποιος νὰ νικήσῃ τὰ πάθη προτοῦ προσπαθήσῃ νὰ θεολογήσῃ (σελ.190-191).
Ὀρθόδοξοι Χριστανοί! Κρατῆστε γερὰ τὴ χάρι ποὺ ἔχετε· μὴν τὴν ἀφήσετε νὰ γίνῃ θέμα συνηθείας· μὴν τὴ μετρᾶτε σύμφωνα μὲ τὰ ἀνθρώπινα πρότυπα καὶ μὴν περιμένετε νὰ γίνῃ λογικὴ ἢ κατανοητὴ σ᾽ ἐκείνους ποὺ δὲν καταλαβαίνουν ὁ,τιδήποτε ὑψηλότερο ἀπὸ τὰ ἀνθρώπινα ἢ ποὺ σκέπτονται νὰ ἀποκτήσουν τὴ χάρι τοῦ ἁγίου Πνεύματος μὲ ἄλλο τρόπο ἀπὸ αὐτὸν ποὺ ἡ Μία Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ μᾶς ἔχει παραδώσει. Ἡ ἀληθινὴ Ὀρθοδοξία, ἀπὸ τὴν ἴδια τὴ φύσι της, θὰ φαίνεται ὁλοκληρωτικὰ “ἐκτὸς τόπου” σ᾽ αὐτοὺς τοὺς δαιμονικοὺς καιρούς, μιὰ ἐλάχιστη μειονότητα περιφρονημένων καὶ “ἀνοήτων”, ἐν μέσῳ μιᾶς “θρησκευτικῆς ἀναγέννησης” ποὺ ἐμπνέεται ἀπὸ ἕνα ἄλλο εἶδος πνεύματος. Ἀλλὰ ἂς ἀναπαυθοῦμε μὲ τὰ λόγια τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ· “Μὴ φοβᾶσαι, μικρό μου ποίμνιο. Διότι σ᾽ ἐσᾶς εὐαρεστήθηκε ὁ Πατέρας σας νὰ δώσῃ τὴ βασιλεία Του” (Λουκ. 12,32)» (σελ. 494-495).
[ἱερομον. Δαμασκηνοῦ, π. Σεραφεὶμ Ρόουζ – Ἡ ζωὴ καὶ τὰ ἔργα του, τόμ. Β΄, ἔκδ. Γ΄ ἀναθεωρ., Ἀθήνα 2009]
ἐπιλογή· ἱ. μονὴ Ἁγ. Αὐγουστίνου Φλωρίνης
πηγή: http://www.xrspitha.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου