Toῦ Βασίλειου Εὐσταθίου
Δρ. Φυσικοῦ, πτ. ΕΚΠΑ Κ.Θεολογίας
Δόκιμοι, ἀξιόπιστοι, ἀναγνωρισμένου Ὀρθόδοξου φρονήματος καὶ ἤθους Μητροπολίτες, Ἱερεῖς, Θεολόγοι, μας ἔχουν ἐνημερώσει ὅσα εἶναι ἀναγκαῖο νὰ γνωρίζουμε γιὰ τὴν «Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδο» καὶ ἔχουν δώσει τὶς σχετικές ἐξηγήσεις. Ἀκολουθεῖ σύνοψη σὲ ἑπτὰ βήματα τῶν βασικῶν σημείων τοῦ θέματος ποὺ ἀφορὰ τὸ ἱστορικὸ αὐτὸ γεγονὸς.
Α. Ἡ προετοιμασία τῆς Συνόδου ἦταν μακροχρόνια, ἄνευ παρόμοιου ἱστορικοῦ προηγουμένου. Κάτι σημαίνει αὐτὸ.
– Ὁ Πανοσιολογιώτατος ἀρχιμ. Παύλος Δημητρακόπουλος γράφει σχετικά μὲ τὴν προετοιμασία αὐτῆς τῆς Συνόδου: «Πρόκειται γιὰ ἕνα πρωτοφανὲς γεγονὸς στὴν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας μας, διότι σὲ καμιὰ ἄλλη Σύνοδο, Οἰκουμενική, ἢ Τοπική, τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας, συμπεριλαμβανομένης καὶ τῆς ἐπὶ Μεγάλου Φωτίου, (879 μ.Χ.), θεωρουμένης ὡς  Η΄ Οἰκουμενικῆς, καὶ τῆς ἐπὶ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, (1351 μ.Χ.), θεωρουμένης ὡς Θ΄ Οἰκουμενικῆς, δὲν ὑπῆρξε τόση ἐργώδης καὶ μακροχρόνια προετοιμασία, τόση πολύπλοκη διαδικασία προπαρασκευῆς, μὲ τόσες πολλὲς ἀναθεωρήσεις καὶ τροποποιήσεις στὴ θεματολογία της.»
– Ὁ Σεβασμιώτατος Μητρ. Πειραιῶς Σεραφείμ στήν ἡμερίδα «ΑΓΙΑ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΗ ΣΥΝΟΔΟΣ˙ Μεγάλη προετοιμασία, χωρίς προσδοκίες» ἀνάφερε περὶ τοῦ τὶ σημαίνει αὐτὸ: «Ἐν πρώτοις, εἶναι ἡ πρώτη φορὰ στὴν ἱστορία τῶν συνόδων, κατὰ τὴν ὁποία ἡ προετοιμασία διήρκεσε τόσο πολύ, ἐνενήντα τρία χρόνια! Αὐτὸ δείχνει ὅτι δὲν ὑπάρχει οὔτε «εὔλογος αἰτία», οὔτε «ἐπείγουσα ἀνάγκη» γιὰ σύγκληση τῆς Συνόδου, ἀλλὰ ἐξυπηρετοῦνται ἄλλες ἐκκλησιαστικοπολιτικὲς σκοπιμότητες. Διότι, ἂν ὑπῆρχε «ἐπείγουσα ἀνάγκη», ὅπως πάντοτε συνέβαινε στὴν συνοδικὴ παράδοση μὲ τὴν ἐμφάνιση κάποιας αἱρέσεως, σχίσματος ἢ ἄλλης ἐκτροπῆς, αὐτή ἔπρεπε νὰ ἀντιμετωπισθεῖ ἀμέσως ἐντὸς ὀλίγων μηνῶν ἢ ὀλίγων ἐτῶν.»
Β. Ἡ προετοιμασία ἔγινε, καὶ ἡ ἴδια ἡ Σύνοδος θὰ γίνει, ἀντισυνοδικῶς,  ἀντικανονικῶς καὶ ἀντιεκκλησιαστικῶς. 
– Ὁ Σεβασμιώτατος Μητρ. Γλυφάδας κ. Παῦλος στήν ἡμερίδα «ΑΓΙΑ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΗ ΣΥΝΟΔΟΣ˙ Μεγάλη προετοιμασία, χωρίς προσδοκίες» ἀνάφερε περὶ τῆς συμμετοχῆς στὴν Σύνοδο καὶ τὸν τρόπο λήψεως τῶν ἀποφάσεων σὲ αὐτὴ: «Ἔντονα μᾶς προβληματίζει ἡ ἀπόφαση, ὅτι κάθε Τοπική Ἐκκλησία θά ἐκπροσωπεῖται μέ 24 Ἐπισκόπους το πολύ, σύν τόν Προκαθήμενό Της καί ὅτι ἡ κάθε Ἐκκλησία θά διαθέτει μόνο μία ψῆφο. Σύμφωνα μέ τήν Ἱερή μας Παράδοση καί τά διαχρονικά πρότυπα τῶν Ὀρθοδόξων Συνόδων, ἡ συμμετοχή ὅλων τῶν Ὀρθοδόξων Ἐπισκόπων, θεωρεῖται ἀπολύτως ἀναγκαία γιά τήν σύγκληση μιᾶς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου, καί ὄχι μόνον ἡ ἐπιλογή 24 ἐπισκόπων τό πολύ, σύν τόν Προκαθήμενο. Ἄς θυμηθοῦμε ἐπίσης, ὅτι στίς Ὀρθόδοξες Συνόδους, ἐκτός τῶν Ἐπισκόπων συμμετεῖχαν καί κληρικοί καί τῶν ἄλλων βαθμίδων, ὅπως Καθηγούμενοι, Ἀρχιμανδρῖτες, Ἱερεῖς, Μοναχοί, καθώς ἐπίσης καί ὁ πιστός λαός.»
Παρακάτω ὁ Σεβασμιώτατος Μητρ. Γλυφάδας συνεχίζει γιὰ τὸν τρόπο ἐπιλογῆς τῆς ἀντιπροσωπείας: «Στήν τελευταία συνεδρία τῆς Ἱερᾶς Συνόδου, διεφώνησα δημοσίως ὡς πρός τόν τρόπο ἐπιλογῆς τῶν 24 αὐτῶν Ἐπισκόπων. Ἐπειδή τονίσθηκε πολλές φορές στήν Ἱεραρχία, ὅτι τά μέλη τῆς ἀντιπροσωπείας θά πρέπει νά εἶναι οἱ εἰδικοί ἐπί ὁρισμένων συναφῶν θεμάτων Συνοδικοί Ἀρχιερεῖς, καί ὄχι κάποιοι ἄλλοι Ἱεράρχες, ἔθεσα τό ἐρώτημα: Τό ἔτος 325, στήν Α΄ Οἰκουμενική Σύνοδο, οἱ 318 θεοφόροι Πατέρες, ἦταν εἰδικοί, ἤ κατεῖχαν πανεπιστημιακή μόρφωση;… Εἶναι δέ πρός τιμήν ὁρισμένων Ἱεραρχῶν, πού ἐνῶ εἶχαν περιληφθεῖ στό ἀρχικό πλάνο τῶν 24 μελῶν τῆς Ἀντιπροσωπείας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, εὐθαρσῶς παρητήθησαν, προφανῶς μή συναινοῦντες στήν ληφθεῖσα σχετική διάταξη τοῦ Κανονισμοῦ συγκροτήσεως τῆς Ἁγίας και Μεγάλης Συνόδου.»
Γιὰ τὴν ὄχι μόνο μὴ συμμετοχὴ τῶν περισσότερων Ἐπισκόπων στὴν προετοιμασία, ἀλλὰ καὶ μὴ ἐνημέρωση αὐτῶν, ἀκόμα καὶ τῶν Συνόδων τῶν Τοπικῶν Εκκλησιῶν, ὁ Σεβασμιώτατος Μητρ. Γλυφάδας ἀναφἐρει   «Ἴσως τά πράγματα νά ἦταν διαφορετικά, ἐάν ὑπῆρξε ἔγκαιρη καί λεπτομερής ἐνημέρωση τοῦ Σώματος τῆς Ἐκκλησίας, πολύ δέ μᾶλλον τῶν περισσοτέρων Ἐπισκόπων καί Συνόδων τῶν Τοπικῶν Ἐκκλησιῶν, γιά τίς σημαντικές διεργασίες τῆς μελλούσης νά συνέλθει Συνόδου. Ἀκόμα καί διακεκριμένοι Ἐπίσκοποι τῆς Ἑλλαδικῆς Ἐκκλησίας, δέν εἶχαν τήν στοιχειώδη ἐνημέρωση γιά τά τεκταινόμενα. Αὐτό δέν ἀποτελεῖ ἐκκλησιολογικό ἔλλειμμα;»
– Ὁ Σεβασμιώτατος Μητρ. Πειραιῶς Σεραφείμ στήν ἡμερίδα «ΑΓΙΑ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΗ ΣΥΝΟΔΟΣ˙ Μεγάλη προετοιμασία, χωρίς προσδοκίες» ἀνάφερε σχετικὰ μὲ τὴν συμμετοχὴ στὴν Σύνοδο καὶ τὴν σκοπιμότητα πίσω ἀπὸ αὐτὴ: «Ἄλλο προβληματικό σημεῖο τῆς Συνόδου εἶναι ἡ ἄρνηση ἐνεργοῦς συμμετοχῆς ὅλων τῶν Ἐπισκόπων ὅλων τῶν Τοπικῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν πού δέν ὑπερβαίνουν παγκοσμίως τούς 700, ὅπως γινόταν σὲ ὅλες τὶς Οἰκουμενικὲς Συνόδους. Μέ τόν ἀντιπαραδοσιακό αὐτό τρόπο ἀποφεύγεται ἡ πιθανότητα κάποιοι ἐπίσκοποι νὰ ἀντιδράσουν σὲ ἀποφάσεις τῆς Συνόδου, πού θά εἶναι ἀνατρεπτικὲς τῆς Παραδόσεως, ἢ κάποια Τοπικὴ Ἐκκλησία νὰ ἔχει μεγαλύτερη δύναμη στὴν λήψη τῶν ἀποφάσεων, λόγῳ τοῦ μεγαλυτέρου ἀριθμοῦ ἐπισκόπων. Αὐτὰ, ὅμως, ἀποτελοῦν ἀνθρώπινες ἰδιοτελεῖς σκοπιμότητες, ξένες πρὸς τά ἁγιοπνευματικὰ κριτήρια, ἀλλὰ καὶ πρὸς τὴν ὀρθόδοξη ἐκκλησιολογία, ἡ ὁποία θεωρεῖ ὅτι ὁ ἐπίσκοπος κάθε ἐπαρχίας, καὶ τῆς μικρότερης ἀκόμη, ἐκπροσωπεῖ μὲ τὸ ποίμνιό του ἕνα ζωντανὸ μέρος τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας.»
Ἄς σημειώσουμε ἐδῶ ὅτι στὴν Δ’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο πήραν μέρος 630 ἐπίσκοποι, σχεδόν δηλαδή ὅσοι εἶναι ὅλοι οἱ ἐπίσκοποι τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας σήμερα.
Παρακάτω ὁ Σεβασμιώτατος Μητρ. Πειραιῶς ἀναφέρει γιὰ τὸν τρόπο λήψεως τῶν ἀποφάσεων αὐτῆς τῆς Συνόδου: «Παντελῶς ἀμάρτυρη στήν Ὀρθόδοξη παράδοση καί γι’ αὐτό ἀπαράδεκτη εἶναι καί ἡ θέση ὅτι κάθε Ἐκκλησία διαθέτει μία ψῆφο. Τό ὀρθόν εἶναι ὅτι κάθε Ἐπίσκοπος διαθέτει μία ψῆφο καί ὄχι κάθε Τοπική Ἐκκλησία. Παραλλήλως, ἡ ἀρχή τῆς ὁμοφωνίας κινεῖται κι αὐτή μέσα σέ ἀντιπαραδοσιακά πλαίσια.»
– Ὁ Αἰδεσιμολογιώτατος π. Αναστάσιος Κ. Γκοτσόπουλος γράφει: « Θα έπρεπε να είχε σημάνει πνευματικός συναγερμός (θεολογικών συζητήσεων, πνευματικών ζυμώσεων και κυρίως προσευχής) στο πλήρωμα της Εκκλησίας για τέτοιας εμβελείας εκκλησιαστικό γεγονός! Δυστυχώς όμως τίποτα τέτοιο δεν συνέβη! Οι αρμόδιοι θέλησαν και, εν πολλοίς το πέτυχαν, να κρατήσουν τον πιστό λαό εντελώς μακριά, χωρίς να έχει την παραμικρή συμμετοχή, ούτε καν τη στοιχειώδη ενημέρωση για τις διεργασίες αυτές. Και δυστυχώς, όχι μόνο οι λαϊκοί, αλλά αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς, ακόμα και οι περισσότεροι Επίσκοποι και Σύνοδοι των Τοπικών Εκκλησιών κρατήθηκαν εντελώς μακριά από την προετοιμασία ενός τέτοιου σημαντικού γεγονότος. Τη διεκπεραίωση αυτής της μοναδικής διαδικασίας ανέλαβε μία μικρή ομάδα προσώπων, που είχαν βέβαια μια συνοδική τυπική εξουσιοδότηση-νομιμοποίηση, αλλά ουσιαστικά για το έργο αυτό ήσαν αποκομμένοι, από το λοιπό πλήρωμα της Εκκλησίας. Απλώς, κάπου-κάπου, ανακοινώνονται ειλημμένες αποφάσεις και τετελεσμένα γεγονότα.»
Ἐπίσης γράφει: «Οι Ορθόδοξοι Πατριάρχες συνοδικώς και πανορθοδόξως το 1848 έδωσαν μαθήματα ορθοδόξου εκκλησιολογίας και απεφάνθησαν ότι “παρ’ ἡμῖν οὔτε Πατριάρχαι οὔτε Σύνοδοι ἐδυνήθησαν ποτε εἰσαγαγεῖν νέα,  διότι  ὁ ὑπερασπιστὴς τῆς θρησκείας ἐστὶν  αὐτὸ τὸ σῶμα τῆς  Ἐκκλησίας, ἤτοι αὐτὸς ὁ λαός,  ὅστις  ἐθέλει τὸ θρήσκευμα αὐτοῦ αἰωνίως ἀμετάβλητον καὶ ὁμοιειδὲς τῷ τῶν Πατέρων αὐτοῦ”!»
– Ὁ Σεβασμιώτατος Μητρ. Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου κ. Ἱερόθεος, σημειώνει σχετικά μὲ τὴν ἔλλειψη ἐνημέρωσης κατὰ τὴν προετοιμασία:  «τὰ κείμενα, τὰ ὁποῖα ἑτοιμάσθηκαν ἀπὸ δεκαετίες, πρὶν ἀπὸ τὸν  Ἀρχιεπίσκοπο Ἱερώνυμο, στὶς Προσυνοδικὲς Πανορθόδοξες Διασκέψεις, εἶναι ἄγνωστα στοὺς περισσοτέρους Ἀρχιερεῖς  καὶ σὲ μένα, καὶ παραμένουν σὲ κάποιες Ἐπιτροπὲς καὶ Γραφεῖα, καὶ δὲν  γνωρίζουμε τὸ περιεχόμενό τους».
– Ὁ Πανοσιολογιώτατος ἀρχιμ. Παύλος Δημητρακόπουλος σχολιάζει σχετικά μὲ τὴν ἔλλειψη ἐνημέρωσης κατὰ τὴν προετοιμασία: «Δυστυχῶς δὲν ὑπάρχει ἐνημέρωση, γιὰ τὰ ὅσα συμβαίνουν στους ιερείς και μοναχούς και βέβαια στους λαϊκούς, ἐνῶ θά ἔπρεπε γιὰ τὸ ζωτικῆς σημασίας αὐτὸ ζήτημα, ποὺ ἀφορᾶ ἄμεσα ὅλο τὸ πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας, νὰ ὑπάρχει πλήρης διαφάνεια καὶ ἀκριβὴς ἐνημέρωση.»
Σχετικὰ μὲ τὴν συμμετοχὴ στὴν προετοιμασία καὶ στὴν ἴδια τὴν Σύνοδο ἀναφἐρει: «Μιὰ ἄλλη θλιβερὴ διαπίστωση, ἀπὸ τὰ μέχρι σήμερα γενόμενα Συνέδρια καὶ Διασκέψεις, εἶναι τὸ γεγονός, ὅτι τὰ ἐπιλεχθέντα πρόσωπα εἶχαν οἰκουμενιστικὸ φρόνημα καὶ προέρχονταν κατὰ προτίμηση ἀπὸ τὸν ἀκαδημαϊκὸ χῶρο.

Ὅσοι ἀπὸ τοὺς ἐπιλεγέντας ἀντιπροσώπους διέκριναν τοὺς οἰκουμενιστικοὺς στόχους τῶν Διασκέψεων καὶ τόλμησαν νὰ διαφοροποιηθοῦν, ἀπομακρύνθηκαν ἀπὸ τὶς Διασκέψεις, ἢ παραιτήθηκαν ἀπὸ μόνοι τους.»
Καὶ παρακάτω συνεχίζει: «Ἡ τελικὴ ἀπόφαση τῆς Συνάξεως τῶν Προκαθημένων, (6-9 Μαρτίου 2014), νὰ ἐκπροσωπηθεῖ ἡ κάθε τοπικὴ Ἐκκλησία μὲ ἕνα πολὺ περιορισμένο ἀριθμὸ μελῶν, (24 μέλη), καὶ ἡ κάθε τοπικὴ Ἐκκλησία νὰ ἔχει δικαίωμα μόνο μιᾶς ψήφου, ἀποτελεῖ πρωτοφανῆ καινοτομία, ξένη πρὸς τὴν ἀρχαία παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας. Καὶ γεννῶνται εὔλογα τὰ ἐρωτήματα: Πότε στὴν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας ἀποκλείσθηκαν κανονικοὶ ἐπίσκοποι ἀπὸ Τοπική, ἢ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο; Ἂν στὴν ἀρχαία Ἐκκλησία ἐφαρμοζόταν τὸ σύστημα τῶν ἀντιπροσωπειῶν τῶν τοπικῶν Ἐκκλησιῶν, τότε οἱ αἱρετικοὶ ἀρχιεπίσκοποι θὰ ἔστελναν ὡς ἀντιπροσώπους τοὺς ὁμόφρονές τους ἐπισκόπους καὶ θὰ ἐπικρατοῦσε ἡ πλάνη.»
Ἡ ὅλη διαδικασία μὲ τὴν ὁποῖα, μέσα ἀπὸ μιὰ σειρὰ αὐθαίρετων καὶ ἀπαράδεκτων κανονισμῶν, θὰ ληφθοῦν οἱ ἀποφάσεις κατὰ τὴν διεξαγωγὴ τῆς Συνόδου εἶναι ἐπιγραμματικὰ ἡ ἐξῆς:
1) Δὲν παρίστανται ὅλοι οἱ ἐπίσκοποι, ἀλλὰ μόνο ἀντιπροσωπεία ἀπὸ κάθε Ἐκκλησία μὲ τὸ πολὺ 24 ἐπίσκοπους.
2) Δὲν ψηφίζουν κάθε ἐπίσκοπος ξεχωριστὰ, ἀλλὰ οἱ 24 τὸ πολὺ ἐπίσκοποι κάθε Ἐκκλησίας ποὺ τὴν ἀντιπροσωπεύουν, παίρνουν τὴν ἀπόφαση τὶ θὰ ψηφίσουν καὶ ρίχνουν ἕνα ψήφο καὶ μόνο ὡς Ἐκκλησία.
3) Αὐτὸ ποὺ ψηφίζει κάθε Ἐκκλησία, μποροῦν νὰ τὸ ἀποφασίσουν οἱ ἐπίσκοποί της, χωρὶς νὰ χρειάζεται ὁμοφωνία, μόνο μὲ τὴν πλειοψηφία.
4) Ἐνῶ ὅμως γιὰ νὰ ἀποφασίσει ἡ Σύνοδος γιὰ κάθε θέμα της, δὲν ἀπαιτεῖται ἡ συμφωνία ὅλων (δὲν ἀπαιτεῖται δηλαδὴ αὐτὸ ποὺ ὅλοι τὸ γνωρίζουμε μὲ τὸν ὅρο ὁμοφωνία), ὡστόσο μὲ ὅσους συμφωνοῦν, ὁφείλουν νὰ συμβιβαστοῦν καὶ οἱ ὑπόλοιποι προσθέτοντας τὴν ὑπογραφή τους μετὰ τῶν συμφωνούντων. Kαὶ ἁπλὰ τους δίνεται ἡ δυνατότητα τὴν διαφωνία τους νὰ μποροῦν νὰ τὴν σημειώσουν στὰ πρακτικά!!!
5) Παρόλα αὐτὰ, αὐτὸ τὸ βήμα τῆς διαδικασίας (ὅπου δὲν ἀπαιτεῖται  ὁμοφωνία) χαρακτηρίζεται καὶ πάλι μὲ τὸν ὅρο ‘ὁμοφωνία’, ἐνῶ προφανῶς δὲν πρόκειται γιὰ ὁμοφωνία, τουλάχιστον ὄχι ὅπως ἔχουμε μάθει νὰ τὴν ἐννοοῦμε ὡς τώρα, δηλαδὴ ὡς ὁμοφωνία ἐλεύθερης ἔκφρασης καὶ συγκατάθεσης. Τὸ μόνο ποὺ μποροῦν νὰ ἐννοοῦν σὲ αὐτὴ τὴν περίπτωση εἶναι ‘αὐταρχικὰ ἐπιβαλλόμενη ὁμοφωνία μετ’ ἐξαναγκαστικῆς καὶ ἐκβιαστικῆς ὑπογραφῆς’.
6) Καὶ μὲ μιὰ τέτοια ‘ὁμοφωνία’ ἀπὸ τὴν μιὰ, καὶ μὲ ἐπίκληση τῆς Συνόδου τῶν ἐπισκόπων ὡς αὐθεντίας ἀπὸ τὴν ἄλλη, συνοδευόμενης ἀπὸ ἀπειλὲς πρὸς ἅπαν τὸ πλήρωμα τῶν πιστῶν (βλέπε θέσεις πατέρων σχετικές μὲ τὰ ἀπειλητικὰ μέτρα στὸ τέλος-Ζ.), ὥστε νὰ μὴν διανοηθεῖ νὰ ἐκφράσει ἀμφιβολίες καὶ ἀντιρρήσεις, ἀλλὰ νὰ ὑπακούσει καὶ νὰ συμμορφωθεῖ μὲ τὶς ἀποφάσεις τῆς Συνόδου, δηλαδὴ στὶς ἀποφάσεις αὐτῶν ποὺ ἐπικρατοῦν σὲ αὐτὴ μέσω τῆς παραπάνω διαδικασίας ποὺ περιγράψαμε, ἀποσκοπεῖται μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο νὰ θεωρηθεῖ ἐπιτυχὴς ἡ Σύνοδος, νὰ τῆς ἀποδοθεῖ κύρος ἀνάλογο μίας  ‘Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου’, ὅπως ὀνομάζεται, καὶ ἔτσι νὰ ἐφαρμοστοῦν οἱ ἀποφάσεις της.
Ἡ ὁδὸς αὐτὴ βέβαια ποῦ ἐπιδιώκεται νὰ ἀκολουθηθεῖ εἶναι ἀνάποδη καὶ κατὰ συνέπεια ἀδύνατον νὰ περπατηθεῖ, ἀδιέξοδη, ἐφόσον ἡ μόνη ὁδός εἶναι ἡ ἀναγνώριση τῶν ἀποφάσεων ἀπὸ τὴν Σύνοδο μὲ τὴν εὐρύτερη ἔννοια τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας ὡς μόνης αὐθεντίας, τὸ ὁποῖο μποροῦν νὰ ἐκφράσουν πνευματοφόροι ἄγιοι πατέρες, ὡς ἐμπειρικοὶ θεολόγοι, ἐάν βέβαια οἱ  ἀποφάσεις αὐτὲς συμφωνοῦν μὲ αὐτὲς τῶν προηγηθέντων Οἰκουμενικῶν Συνόδων καὶ ἀναφέρονται σὲ αὐτὲς, ὁπότε τότε, καὶ μόνο τότε, ἡ Σύνοδος ποὺ τὶς ἔλαβε μπορεῖ νὰ θεωρηθεῖ πραγματικὰ ‘Ἁγία καὶ Μεγάλη’, ἀλλὰ καὶ Οἰκουμενικὴ.
Γ. Ἀντί ἡ προετοιμασία νὰ ἔγινε, καὶ ἡ ἴδια ἡ Σύνοδος νὰ γίνει, μέσα στὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ καὶ γιὰ τὸν Χριστὸ, μάλλον κυριαρχοῦν πιέσεις ἐθνοφυλετικών συμφερόντων καὶ προσωπικῶν ἐπιδιώξεων.
– Ὁ Σεβασμιώτατος Μητρ. Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου κ. Ἱερόθεος, στήν ἡμερίδα «ΑΓΙΑ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΗ ΣΥΝΟΔΟΣ˙ Μεγάλη προετοιμασία, χωρίς προσδοκίες» ἀνάφερε γιὰ τὸ κλίμα ποὺ ἐπικρατοῦσε σὲ πολλὲς περιπτώσεις κατὰ τὴν προετοιμασία καὶ γιὰ τὴν αἰτία αὐτοῦ: «Ἐκεῖνο πού ἔχει ἰδιαίτερη σημασία ἀπό αὐτήν τήν Διορθόδοξη Προπαρασκευαστική Ἐπιτροπή εἶναι οἱ παρατηρήσεις καί τά Συμπεράσματα τοῦ τότε Γραμματέως τῆς Συνοδικῆς Ἐπιτροπῆς Διορθοδόξων καί Διαχριστιανικῶν Σχέσεων τῆς Ἐκκλησίας μας ἀειμνήστου Πρωτοπρεσβυτέρου π. Στεφάνου Ἀβραμίδη, πού παρευρισκόταν στίς Συνεδριάσεις, σέ ἔκθεσή του πρός τήν Ἱερά Σύνοδο. Θά σᾶς ἀναγνώσω μερικά τμήματα τῆς ἐκθέσεως αὐτῆς, πολύ χαρακτηριστικά, γιά νά ἀντιληφθῆτε τό κλῖμα πού ἐπικρατεῖ σέ τέτοιες Ἐπιτροπές, ὄχι βέβαια σέ ὅλες.
Γράφει ὁ ἀείμνηστος π. Στέφανος Ἀβραμίδης: “Ἄν κανείς θελήσει νά ἐκτιμήσει καί ἀξιολογήσει τά ἐν Γενεύῃ εἰς τήν Προπαρασκευαστικήν Διάσκεψιν ἀπό 9-17 Δεκεμβρίου 2009 διά τήν προετοιμασίαν τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου, θά πρέπει νά ὁμολογήσῃ ὅτι ξεκίνησε, συνεχίσθηκε καί ἔκλεισε μέσα σέ ἕνα πνεῦμα ὄχι ἁπλῶς ψυχρότητος, ἀλλά κατά κυριολεξία παγερότητος καί παγωνιᾶς. Τό 1993, δηλαδή πρό 16 ἐτῶν εἶχε διακοπῆ ὑπό θλιβεράς συνθήκας ἡ τότε Συνδιάσκεψις χωρίς ἐλπίδα. Κατά ἄκρα μακροθυμία ἡ Α.Θ.Π. ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης ἐδέχθη νά συνεχισθοῦν κατά τό ἤδη παρελθόν ἔτος 2009”.
Ἀλλοῦ γράφει: “Τίποτε στήν Συνδιάσκεψη αὐτή δέν ἐνθύμιζε πνεῦμα Χριστοῦ, ἀγάπη, Ἐκκλησία, Πεντηκοστή. Οἱ ἀντιπρόσωποι τῶν Ἐκκλησιῶν σεβάσμιοι ἱεράρχες ἀγωνίζονταν, ἤ παραταξιακά χωρισμένοι σέ δύο μπλόκ (τῶν ὑπερμάχων τῶν προνομίων τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου καί τῶν πολεμίων του) ἤ μέ ἀγωνία νά ξεπερασθῇ αὐτό τό ψυχοφθόρον καί καταλυτικόν τῆς ἔννοιας τῆς Ἐκκλησίας πνεῦμα, πού ἔχει εἰσέλθει εἰς τά ἀνώτερα κλιμάκιά της καί σιγά-σιγά μεταβάλλεται σέ ἰδεολογική ταυτότητα τῶν τοπικῶν Ἐκκλησιῶν. Μάτην ἠκούσθησαν κραυγαί ἀγωνίας”.»
– Ὁ Σεβασμιώτατος Μητρ. Γκόρι και Ατένι κ. Ανδρέας (Ἐκκλησία τῆς Γεωργίας) γράφει περὶ τοῦ πὼς γίνονταν οἱ ἀλλαγὲς σὲ πολλές περιπτώσεις κατὰ τὴν προετοιμασία: «ὁ Σεβασμιώτατος Πρόεδρος, ἐξ ἀφορμῆς τοῦ ὅτι τά ὑπό ἀναθεώρησιν κείμενα εἶχαν υἱοθετηθῆ ὑπό σωμάτων ἀνωτέρων τῆς Ἐπιτροπῆς (δηλαδή ὑπό Προσυνοδικῶν Πανορθοδόξων Διασκέψεων διαφόρων ἐτῶν), δέν ἐπέτρεπε στούς Ἀντιπροσώπους τῶν Ἐκκλησιῶν νά παρέμβουν “δι’ οὐσιαστικάς ἀλλαγάς” – πρᾶγμα, μέ τό ὁποῖο δέν δυνάμεθα νά συμφωνήσουμε, διότι ἡ Εἰδική Ἐπιτροπή εἶχε τήν ἁρμοδιότητα αὐτή. Ἡ ἀνωτέρω στάση τοῦ Προέδρου, πού ἀφοροῦσε ὅλα τα κείμενα, δέν ἄλλαξε παρά τίς ἔντονες ἀντιδράσεις τῶν Ἀντιπροσώπων τῶν διαφόρων Ἐκκλησιῶν. Ὅμως, ἡ ἀπαγόρευση αὐτή, γιά ἄγνωστους λόγους, δέν ἴσχυε γιά ἀλλαγές πού τίς ἐπρότεινε ὁ ἴδιος ἤ συμφωνοῦσε μέ αὐτές.»
Παρακάτω γράφει: «Ὅμως καί ἐκεῖ (στὴν Ε’ Προσυνοδική Διάσκεψη) μᾶς περίμεναν ἐκπλήξεις. Ὅταν ἄρχισαν οἱ ἐργασίες, ὁ Σεβασμιώτατος Πρόεδρος δήλωσε ὅτι, κατά τήν γνώμη του, ἡ Διάσκεψις δέν εἶχε τήν ἁρμοδιότητα νά ἐπιφέρη ἀλλαγές στά κείμενα τῶν Προσυνοδικῶν Διασκέψεων τοῦ 1982 καί τοῦ 1986, ἀλλά μόνο νά ἐπιφέρη ἀλλαγές ἐπί τῶν ἀλλαγῶν (sic) πού κάναμε οἱ ἴδιοι ὡς Εἰδική Διορθοδόξος Ἐπιτροπή! Ὅταν δέ φθάσαμε νά μελετᾶμε τό κείμενο “Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρός τόν λοιπόν Χριστιανικόν κόσμον”, ἀφηρέθη ἀπό τούς ἀντιπροσώπους τῶν Ἁγιωτάτων Ἐκκλησιῶν Ἀντιοχείας καί Γεωργίας τό ἐξασφαλισμένο ἀπό τόν Καταστατικό Χάρτη δικαίωμα νά ἐκφράζουμε τίς ἀπόψεις μας, μέ τό πρόσχημα ὅτι δέν εἴχαμε ὑποβάλει γραπτές προτάσεις περί τῶν προτεινομένων ἀλλαγῶν τῶν κειμένων…Ἐτέθη σέ ψηφοφορία τῆς ὁλομελείας τῆς Διασκέψεως ἡ ἰσότιμος συμμετοχή τῶν ἀντιπροσώπων τῶν Ἐκκλησιῶν τῆς Ἀντιοχείας καί τῆς Γεωργίας στίς ἐργασίες τῶν συνεδριῶν. Νοιώσαμε πολύ προσβεβλημένοι.»
Σὲ ἄλλο σημεῖο ἀναφἐρει: «ἐπί ἑπτά ὧρες(!) προσπαθοῦσε  (ὁ Πρόεδρος τῆς Εἰδικῆς Ἐπιτροπῆς) “νά πείσει” τούς ἀντιπροσώπους τῶν Ἐκκλησιῶν γιά μία μόνο παράγραφο νά τήν δεχθοῦν ὅπως τήν ἤθελε ὁ ἴδιος;»
– Ὁ Σεβασμιώτατος Μητρ. Γλυφάδας κ. Παύλος στὴν Ἡμερίδα «ΑΓΙΑ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΗ ΣΥΝΟΔΟΣ˙ Μεγάλη προετοιμασία, χωρίς προσδοκίες» ἀναφέρει: «Οἱ ἀδελφοί συνεπίσκοποι, ἅγιοι Ναυπάκτου καί Γόρτυνος, Ἱεράρχες γνῶστες καί ἀγωνιστές, εἶχαν ὁρισθεῖ ὡς ὁμιλητές νά ἀναπτύξουν τίς ἀπόψεις τους στήν Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, καί τελικά δέν ὡμίλησαν. Ἐκοπίασαν καί τό ἀποτέλεσμα μηδέν. Προσωπικῶς, ὑπεστήριξα νά διαβασθοῦν οἱ εἰσηγήσεις, ὅπως καί ἄλλοι ἀδελφοί, ἀλλά δυστυχῶς ἡ πλειοψηφία ἀρνήθηκε. Γιατί; Δέν γνωρίζω. Ὁ νοῶν νοείτω.»
– Ὁ Πανοσιολογιώτατος ἀρχιμ. Παύλος Δημητρακόπουλος σχολιάζει γιὰ τὸ πώς λαμβάνονται οἱ ἀποφάσεις: «Ἐφ’ ὅσον κατὰ τὴν Οἰκουμενικὴ Σύνοδο “λαλεῖ αὐτὸ τὸ ἴδιο τὸ ἅγιο Πνεῦμα” καὶ οἱ λαμβανόμενες ἀποφάσεις εἶναι “καρπὸς θείου φωτισμοῦ”, (ὅπως ἀκριβῶς ὑπῆρξαν καὶ οἱ ἀποφάσεις τῆς ἀποστολικῆς Συνόδου, κατὰ τήν μαρτυρία της Γραφῆς, “ἔδοξε τῷ ἁγίῳ Πνεύματι καὶ ἡμῖν” (Πρ. 15,28)), ἕπεται ὅτι δὲν εἶναι δυνατὸ οἱ ἀποφάσεις αὐτὲς νὰ εἶναι προαποφασισμένες ἐκτὸς τῆς Συνόδου. Τὸ προαποφασίζειν ἀποτελεῖ οὐσιαστικὰ κατάλυση τοῦ Συνοδικοῦ Συστήματος καὶ ἐμπαιγμὸ τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Οἱ ἐκ τῶν προτέρων ληφθεῖσες ἀποφάσεις δὲν ἐπιτρέπουν καὶ δὲν ἀφήνουν κανένα περιθώριο νὰ ὁμιλήσει τὸ ἅγιο Πνεῦμα… δὲν θα πρέπει νὰ ἐπηρεάζονται ἀπὸ πολιτικοὺς παράγοντες, οὔτε νὰ δεσμεύονται ἀπὸ πολιτικὲς, ἢ ἄλλες σκοπιμότητες, οὔτε καὶ νὰ περιορίζονται ἐν ὀνόματι τοῦ χρόνου.»
Δ. Ἡ θεματολογία καὶ ἡ ὁρολογία τῆς Συνόδου εἶναι προβληματικὴ.
– Ὁ Σεβασμιώτατος Μητρ. Πειραιῶς Σεραφείμ σὲ Ἐπιστολὴ του Πρός Την Ἱεράν Σύνοδον τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἀνάφερε γιὰ τὴν ἀπουσία τῆς ἀξιολόγησης τῶν διαχριστιανικῶν διαλόγων καὶ τῆς συμμετοχῆς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας στὴν Οἰκουμενικὴ Κίνηση καὶ στὸ Π.Σ.Ε., παρόλο ποὺ τὸ κείμενο εἶχε προετοιμαστεῖ: «Ἡ κριτικὴ αὐτὴ ἀξιολόγηση (τῆς μέχρι τότε πορείας τόσο τῶν διμερῶν Θεολογικῶν Διαλόγων μεταξὺ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας και τῶν λοιπῶν χριστιανικῶν κοινοτήτων), ὅπως καὶ ἡ ἀξιολόγηση τῆς συμμετοχῆς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας στὴν Οἰκουμενικὴ Κίνηση καὶ τὸ Π.Σ.Ε, ἡ ὁποία ὑπῆρχε στὰ κείμενα τῆς Γ΄ Προσυνοδικῆς, παραδόξως ἀπουσιάζει ἀπὸ τὸ κείμενο τῆς Ε΄ Προσυνοδικῆς, πράγμα ποὺ ἀποτελεῖ ἕνα σημαντικὸ κενό, γιὰ τὸ ἐν λόγω κείμενο. Εὐλόγως λοιπὸν τίθεται τὸ ἐρώτημα: Δὲν θὰ ἔπρεπε ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, κατὰ τὴν πιὸ ἐπίσημη καὶ κορυφαία αὐτὴ στιγμὴ κατὰ τὴν ὁποία καλεῖται νὰ ἐκφρασθεῖ καὶ νὰ ἀποφανθεῖ συνοδικά, νὰ ἐξετάσει καὶ νὰ ἀξιολογήσει τὴν πορεία τῶν μέχρι τώρα γενομένων Διαλόγων, ὅπως καὶ τὴν συμμετοχή της στὸ Π.Σ.Ε.; Πιστεύουμε ὅτι ἡ ἐν λόγω ἐνημέρωση καὶ κριτικὴ ἀξιολόγηση εἶναι ἄκρως ἀπαραίτητη, προκειμένου ἡ Σύνοδος, ἀφ’ ἑνὸς μὲν νὰ ἐνημερωθεῖ γιὰ τὸ ἀδιέξοδο στὸ ὁποῖο ἔφθασαν οἱ Διάλογοι καὶ ἀφ’ ἑτέρου  νὰ ἀποφανθεῖ γιὰ τὴν περαιτέρω πορεία τῶν, ἢ τὸν τερματισμὸ των. Ἡ ἀποσιώπησις καὶ ἡ μὴ ἐνημέρωσις, τί ἄλλο μπορεῖ νὰ μαρτυρεῖ, παρὰ τὸ ὅτι κάποιοι φοβοῦνται, μήπως ἡ εἰλικρινὴς καὶ δημόσια παραδοχὴ τῆς ἀποτυχίας τῶν Διαλόγων τινάξει κυριολεκτικὰ στὸν ἀέρα ὁλόκληρη τὴν Οἰκουμενικὴ κίνηση καὶ ὁδηγήσει σὲ ὁριστικὸ τερματισμὸ των; Μία τέτοια ὅμως τακτική, κατὰ τὴν ὁποία κάποιοι ἐπιχειροῦν νὰ φιμώσουν τὴν ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδο καὶ δὲν τῆς ἐπιτρέπουν νὰ ἀνταποκριθεῖ στὴν ὑψίστη ἀποστολή της καὶ νὰ ἀποφανθεῖ κυριαρχικὰ καὶ ὑπεύθυνα, πάνω στὸ ἐν λόγω θέμα, μαρτυρεῖ σεβασμό, ἢ καταφρόνηση στὸ Συνοδικὸ Θεσμό;»
Στήν ἡμερίδα «ΑΓΙΑ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΗ ΣΥΝΟΔΟΣ˙ Μεγάλη προετοιμασία, χωρίς προσδοκίες» ὁ Σεβασμιώτατος Μητρ. Πειραιῶς ἀναφέρει γιὰ τὸ τελευταῖο καὶ πιὸ κρίσιμο θέμα αὐτῆς τῆς Συνόδου: «ὅπως προκύπτει ἀπό τήν ἐνδελεχῆ μελέτη τοῦ κειμένου “Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρός τόν λοιπόν χριστιανικόν κόσμον”, οἱ ἰθύνοντες ἀποσκοποῦν στήν, μέ πανορθόδοξη συνοδική ἀπόφαση, νομιμοποίηση καί θεσμοθέτηση, ἐπισημοποίηση καί ἐδραίωση τῆς παναιρέσεως τοῦ συγκρητιστικοῦ διαχριστανικοῦ καί διαθρησκειακοῦ Οἰκουμενισμοῦ ὡς ἐπισήμου γραμμῆς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.»
Καὶ συνεχίζει ὁ Σεβασμιώτατος Μητρ. Πειραιῶς σχετικὰ μὲ τὴν χρήση τοῦ ὅρου «Ἐκκλησία» γιὰ τοὺς Παπικοὺς, Προτεστάντες καὶ Μονοφυσίτες, οἱ ὁποῖοι βρίσκονται ἐκτὸς τῆς μόνης Ἐκκλησίας, τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, τοὺς ὁποίους οἱ Ἁγίοι Πατέρες στὶς Οἰκουμενικὲς Συνόδους δὲν ἀποκαλοῦσαν ποτὲ Ἐκκλησία , παρὰ μόνο «αἰρετικοῦς», ὅρος ὁ ὁποῖος ἀποφεύγεται ἐντελῶς νὰ χρησιμοποιηθεῖ στὰ κείμενα ποὺ ἔχουν προετοιμαστεῖ γιὰ τὴν Σύνοδο: «Στὸ Balamand τοῦ Λιβάνου (1993), οἱ ὑπογράψαντες Ὀρθόδοξοι οἰκουμενιστές ἀνεγνώρισαν τὸν Παπισμὸ ὡς Ἐκκλησία μὲ Χάρη, μυστήρια καὶ ἀποστολικὴ διαδοχή. Ἔτσι, ἡ μέλλουσα Σύνοδος ἔρχεται σέ σφοδρή σύγκρουση καί ἀντιπαράθεση μέ τήν Ὀρθόδοξη παράδοση δεκαεννέα αἰώνων, κατά τούς ὁποίους ὅλοι οἱ Ὀρθόδοξοι Πατριάρχες καί ὅλες οἱ διευρυμένες ἐνδημούσες Σύνοδοι τῆς Κωνσταντινουπόλεως ὀνόμαζαν τόν Παπισμό καί τόν Προτεσταντισμό καθαρά καί ξάστερα αἱρέσεις καὶ αἱρετικούς. Καί ἐνῶ αὐτά τά θέματα ἔπρεπε νὰ ἐγγραφοῦν εὐθέως πρὸς συζήτηση καί καταδικαστική ἀπόφαση στὴ Σύνοδο, οἱ Προκαθήμενοι θεσμοθετοῦν τήν κακοδοξία.»
Στὴν Ἐπιστολὴ του Πρός Την Ἱεράν Σύνοδον τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ὁ Σεβασμιώτατος Μητρ. Πειραιῶς γιὰ τὸ ἴδιο θέμα ἀνάφερε:  «Ἕνα ἄλλο σημαντικὸ κενὸ ἀποτελεῖ τὸ γεγονός, ὅτι στὸ ἐν λόγω κείμενο πουθενὰ δὲν γίνεται λόγος γιὰ αἱρέσεις καὶ πλάνες, ὡσὰν αὐτὲς νὰ ἔπαυσαν νὰ ἐμφανίζονται στὴν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας ἀπὸ τοῦ 8ου αἰῶνος καὶ ἐντεῦθεν. Ὅπως εἶναι γνωστό, βασικὴ καὶ πρωταρχικὴ αἰτία συγκλήσεως τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων κατὰ τὴν βυζαντινὴ περίοδο ὑπῆρξε ἡ ἀνάγκη συνοδικῆς καταδίκης τῶν ἑκάστοτε ἐμφανιζομένων αἱρέσεων. Δὲν θὰ ἔπρεπε λοιπὸν καὶ στὴν ἐν λόγω Σύνοδο νὰ ἔχει πρωταρχικὴ θέση καὶ πρώτη προτεραιότητα ἡ ἀνάγκη συνοδικῆς καταδίκης ὅλων τῶν μετὰ τὸν 8ον αἰώνα ἐμφανισθεισῶν αἱρέσεων μὲ ἐπικεφαλῆς τὸν Παπισμό, ἔτσι ὥστε καὶ ἡ Σύνοδος αὐτὴ νὰ ἀποτελεῖ ὄντως ὀργανικὴ συνέχεια τῶν ἀρχαίων μεγάλων Συνόδων τῆς Ἐκκλησίας μας; Στὸ ἐν λόγω Κείμενο, ὄχι μόνο ἀπουσιάζει ἡ παραμικρὴ ἀναφορὰ σὲ αἱρέσεις καὶ πλάνες, ἀλλὰ ἀντίθετα παρουσιάζονται οἱ αἱρετικὲς διδασκαλίες τῶν Παπικῶν, τῶν Προτεσταντῶν καὶ τῶν Μονοφυσιτῶν ὡς «παραδεδομένες θεολογικὲς διαφορές, ἢ τυχὸν νέες διαφοροποιήσεις» (πάρ.11), τὶς ὁποῖες καλοῦνται ἡ Ὀρθοδοξία καὶ ἑτεροδοξία νὰ ὑπερβοῦν. Πουθενὰ στὸ κείμενο δὲν ἐκφράζεται ἡ ἀγωνία ποὺ εἶχαν οἱ ἅγιοι ἀπόστολοι καὶ οἱ ἅγιοι Πατέρες γιὰ τὶς καταστροφικὲς συνέπειες τῶν αἱρέσεων, ἀφοῦ ἡ αἵρεση ὡς ἄλλη «γάγγραινα» (Β΄ Τίμ. 2,18) καὶ «ναυάγιον περὶ τὴν πίστιν» (Α΄ Τιμ. 1,20) παρασύρει ψυχὲς «πρὸς τὴν ἰδίαν αὐτῶν ἀπώλειαν» (Β΄ Πέ. 3,16). Οἱ δὲ αἱρετικοὶ χαρακτηρίζονται «ὡς λύκοι βαρεῖς… μὴ φειδόμενοι τοῦ ποιμνίου» (Πρ. 20,29).»
Γιὰ τὶς θεολογικές ἀσυνέπειες, ἢ καὶ ἀντίφασεις τοῦ κειμένου (τὸ ἄρθρο 1 διακηρύσσει τὴν ἐκκλησιαστικὴ αὐτοσυνειδησία τῆς Ὀρθόδοξου Ἐκκλησίας, θεωρώντας αὐτὴν –πολὺ σωστὰ– ὡς τὴν «Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία», ὅμως, στὸ ἄρθρο (6) παρουσιάζει μία ἀντιφατικὴ πρὸς τὸ ἄρθρο (1) διατύπωση ὅτι «ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἀναγνωρίζει τὴν ἱστορικὴν ὕπαρξιν ἄλλων Χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν καὶ Ὁμολογιῶν μὴ εὐρισκομένων ἐν κοινωνία μετ’ αὐτῆς». Ἐπίσης στὴν ἀρχὴ τοῦ ἄρθρου (6) σημειώνεται τὸ ἑξῆς: «Κατὰ τὴν ὀντολογικὴν φύσιν τῆς Ἐκκλησίας ἡ ἑνότης αὐτῆς εἶναι ἀδύνατον νὰ διαταραχθῆ», ὅμως στὸ τέλος τοῦ ἴδιου ἄρθρου γράφεται, ὅτι ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία μὲ τὴν συμμετοχή της στὴν Οἰκουμενικὴ Κίνηση ἔχει ὡς «ἀντικειμενικὸν σκοπὸν τὴν προλείανσιν τῆς ὁδοῦ τῆς ὁδηγούσης πρὸς τὴν ἑνότητα».), ὁ Σεβασμιώτατος Μητρ. Πειραιῶς ἀναφέρει: «Ἡ ἀνεπίτρεπτη αὐτὴ ἔλλειψη προσδιορισμοῦ καὶ συνεπακόλουθα ἡ γενικότητα καὶ ἡ ἀσάφεια στὴ διατύπωση αὐτὴ καθιστᾶ συνολικὰ τὸ κείμενο ἰδιαίτερα προβληματικό. Εἶναι ὅμως ἐπιτρεπτὸ σὲ τέτοιου εἴδους ἐπίσημα κείμενα οἱ συντάκτες του νὰ μὴν τολμοῦν νὰ διατυπώσουν μὲ σαφήνεια τὴν ἐκκλησιολογία πού πρεσβεύουν; Πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ συντάσσονται κείμενα ποὺ θὰ ἀποτελέσουν πανορθόδοξες ἀποφάσεις ὑψίστου ἐπιπέδου καὶ νὰ παρουσιάζουν τόσες ἀσάφειες, ἀντιφάσεις καὶ διφορούμενες ἐκφράσεις ποὺ ἐπιδέχονται πολλαπλὲς ἑρμηνεῖες καὶ παρερμηνεῖες; Δὲν θὰ ἔπρεπε τὰ κείμενα αὐτά, τὰ ὁποία πρόκειται στὸ μέλλον νὰ ἀποτελέσουν δογματικὰ μνημεῖα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, νὰ ἔχουν μία κρυστάλλινη καθαρότητα καὶ διαύγεια νοημάτων καὶ μία θεολογικὴ πληρότητα, ὥστε νὰ ἀποκλείουν κάθε ἐνδεχόμενο παρερμηνείας;»
Σχετικὰ μὲ αὐτὸ ποὺ ἀναφέρεται στὴν  πάρ. 12 τοῦ Κειμένου: «Εἶναι εὐνόητον ὅτι κατὰ τὴν διεξαγωγὴν τῶν θεολογικῶν Διαλόγων κοινὸς πάντων σκοπὸς εἶναι ἡ τελικὴ ἀποκατάστασις τῆς ἐν τῆ ὀρθῆ πίστει  καὶ ἀγάπη ἑνότητος», ὁ Σεβασμιώτατος Μητρ. Πειραιῶς ἐξηγεῖ: «ἡ ὀρθὴ πίστις δὲν εἶναι κάτι τὸ ζητούμενο, ἀλλὰ δεδομένο καὶ ὑφίσταται μόνο στὴν Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία. Ἑπομένως ἡ ὀρθὴ διατύπωση θὰ ἔπρεπε νὰ εἶναι: “Εἶναι εὐνόητον ὅτι κατὰ τὴν διεξαγωγὴν τῶν θεολογικῶν Διαλόγων κοινὸς πάντων σκοπὸς εἶναι ἡ ἐπιστροφὴ τῶν ἑτεροδόξων στὴν  Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία”. Πουθενὰ ὅμως στὸ κείμενο δὲν ὑπάρχει πρόσκληση σὲ μετάνοια καὶ ἐπιστροφὴ στὴν  Ὀρθοδοξία, πρᾶγμα τὸ ὁποῖο δείχνει ὅτι ἡ αἵρεση καὶ ἡ ὀρθὴ πίστις ἀντιμετωπίζονται ἐπὶ ἴσοις ὅροις καὶ ὅτι τὸ ζητούμενο γιὰ τοὺς συντάκτες τοῦ κείμενου εἶναι ὄχι ἡ ἑνότητα στὴν Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία ἀλλὰ μία  οἰκουμενιστικοῦ, ἢ οὐνιτικοῦ τύπου ἑνότητα τῶν “ἐκκλησιῶν”».
Ὡς πρὸς τοὺς Ἱ. Κανόνες ποὺ ἐπικαλεῖται ἡ παρ. 20 τοῦ Κειμένου, (Β-7 καὶ Στ-95) γιὰ τὴ χορήγηση τῆς οἰκονομίας στὴν εἰσδοχὴ τῶν αἱρετικῶν, ὁ Σεβασμιώτατος Μητρ. Πειραιῶς σημειώνει: «Ἡ Ἐκκλησία δίνει πολὺ μεγάλη σημασία στὴν ἀκριβῆ τήρηση τῶν τριῶν καταδύσεων.  Τὸ καθοριστικὸ ἐρώτημα γιὰ τὴ σημερινὴ πράξη εἶναι: Γιὰ τοὺς Λατίνους, οἱ ὁποῖοι μετὰ τὴν ἐν Τριδέντω Σύνοδό τους (1545-1563) δὲν τηροῦν ὄχι μόνο τὴν τριπλῆ, ἀλλὰ οὔτε καν τὴ μία κατάδυση τῶν Εὐνομιανῶν, καὶ ἁπλῶς βρέχουν τὸ τριχωτὸ μέρος τῆς κεφαλῆς μὲ λίγες σταγόνες νερό, μποροῦμε νὰ ἐπικαλούμαστε τοὺς Β-7 καὶ Στ-95 γιὰ νὰ δικαιολογήσουμε σήμερα ὡς γενικὸ κανόνα ἐφαρμοζόμενο σὲ ὅλους τὴν κατ’ οἰκονομία πράξη γιὰ τὴν εἰσδοχή τους στὴν Ὀρθοδοξία; Εἶναι λοιπὸν φανερὸ ἀπὸ τὰ παρὰ πάνω ὅτι οἱ συντάκτες τοῦ κειμένου, προκειμένου νὰ υἱοθετήσουν τὴν ἐγκυρότητα τοῦ βαπτίσματος τῶν αἱρετικῶν καὶ νὰ νομοθετήσουν ἔτσι ὡς δόγμα τὴν θεωρία τῆς «βαπτισματικῆς θεολογίας» κατ’ ἀπομίμηση τῆς Β΄ Βατικανῆς Συνόδου, περικόπτουν ὅ,τι δὲν τοὺς βολεύει ἀπὸ τοὺς Ι. Κανόνες Β-7 καὶ Στ-95  καὶ τὸ ὑπόλοιπο τὸ “τραβάνε” γιὰ νὰ τὸ φέρουν στὰ μέτρα τους.»
Καὶ ἐπισημαίνει καὶ τὸ ἐξῆς ὁ Σεβασμιώτατος Μητρ. Πειραιῶς: «πουθενὰ στὸ ἐν λόγω κείμενο δὲν γίνεται λόγος γιὰ τὴν ἀνάγκη ἀπαγορεύσεως τῶν συμπροσευχῶν, πρᾶγμα ποὺ δείχνει ὅτι ἔστω καὶ σιωπηρῶς ἐγκρίνονται καὶ προωθοῦνται.»
– Ὁ Πανοσιολογιώτατος Πρωτοπρ. Θεόδωρος Ζήσης στὸ «Ὑπόμνημα  γιὰ τὴν ἀπόρριψη τοῦ συνοδικοῦ κειμένου «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρὸς τὸν λοιπὸν χριστιανικὸν κόσμον»» ἀναφέρει: «Τὸ κείμενο ”Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία καὶ Οἰκουμενικὴ Κίνησις” συγχωνεύθηκε κακῶς μὲ τὸ κείμενο “Σχέσεις τῆς Ἐκκλησίας πρὸς τὸν λοιπὸν χριστιανικὸν κόσμον”. Γιατί ἔγινε αὐτὴ ἡ συγχώνευση; Ἦταν λανθασμένη ἡ προηγουμένη ἐξέταση τῶν σχέσεων μὲ κάθε “ἐκκλησία” ξεχωριστά, περιλαμβάνουσα καὶ τὴν ἀποτίμηση τῶν διμερῶν θεολογικῶν διαλόγων, καὶ ξεχωριστὰ μὲ τό “Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν” καὶ τοὺς ἐντὸς αὐτοῦ πολυμερεῖς διαλόγους; Τὰ δύο κείμενα ἀπὸ τῆς ὑπογραφῆς τους μέχρι σήμερα (1986-2016), ἐπὶ τριάντα ἔτη, ἔχουν ἀποκτήσει μία ταυτότητα ξεχωριστὴ καὶ ἔχουν γίνει ἐπ᾽ αὐτῶν ποικίλες παρατηρήσεις, θετικὲς καὶ ἀρνητικές. Γιὰ ποιό λόγο ἑνοποιήθηκαν; Στὶς ἐπὶ μέρους ἐκκλησίες ὑποβλήθηκαν καὶ ὑπῆρχαν ἐπὶ ἔτη ὡς ξεχωριστὰ κείμενα…Γιατὶ στὸ παρὰ πέντε τὴν τελευταία στιγμή, στὸ πιὸ κρίσιμο κείμενο τῆς Συνόδου ἔγιναν αὐτὲς οἱ ἐπεμβάσεις, χωρὶς τὴν γνώμη τῶν ἐκκλησιῶν; Δὲν πρόκειται γιὰ ἁπλὲς φιλολογικὲς ἢ ἐννοιολογικὲς παρεμβάσεις καὶ διορθώσεις, ἀλλὰ γιὰ ἀλλαγὴ τοῦ κειμένου μὲ προσθῆκες καὶ ἀφαιρέσεις ὁλοκλήρων σελίδων καὶ παραγράφων, μὲ στόχο τὸ κρίσιμο αὐτὸ κείμενο νὰ περάσει εὐκολώτερα, καὶ νὰ ἐπικυρωθεῖ θεσμικὰ καὶ ἐπίσημα ἡ παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ.»
Παρακάτω ὁ Αἰδεσιμολογιώτατος Πρωτοπρ. Θ. Ζήσης ἐξηγεῖ: «Οἱ οὐσιαστικοὶ λόγοι τῆς ἑνοποιήσεως καὶ συγχωνεύσεως τῶν δύο κειμένων εἶναι προφανεῖς. Ἂν τὰ δύο κείμενα παρέμεναν, ὅπως τὰ εἶχε καλῶς προετοιμάσει ἡ Γ´ Προσυνοδικὴ Πανορθόδοξη Διάσκεψη (1986), χωρὶς αὐτὸ νὰ σημαίνει ὅτι ἦταν ἀλάνθαστα, ἡ μέλλουσα νὰ συνέλθει Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος ἦταν ὑποχρεωμένη, βάσει τοῦ κειμένου “Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρὸς τὸν λοιπὸν χριστιανικὸν κόσμον”, ὅπου γινόταν ξεχωριστὴ ἀναφορὰ σὲ ὅλους τοὺς διμερεῖς θεολογικοὺς διαλόγους, νὰ κάνει πραγματικὴ ἐπικαιροποίηση τῶν ἀποτελεσμάτων, νὰ ἀποδεχθεῖ τὴν ἀναντίρρητη καὶ πανθομολογούμενη ἀποτυχία τους, καὶ μὲ βάση αὐτὴν τὴν παραδοχὴ νὰ ἀποφασίσει τὴν συνέχιση ἢ τὴν διακοπή τους. Ποιός ὅμως ἀπὸ τοὺς Οἰκουμενιστὰς εἶναι ἕτοιμος νὰ πιεῖ αὐτὸ τὸ πικρὸ γι᾽ αὐτοὺς ποτήρι;… Τὰ ἴδια (ὅπως μὲ τοὺς Παπικοὺς- κείμενο γιὰ τὸν Παπισμὸ ὡς ‘ἐκκλησία’ στὸ Balamand, κείμενο τῆς Ραβέννας γιὰ τὸ παγκόσμιο πρωτεῖο τοῦ πάπα) καὶ χειρότερα προβλήματα ὑπάρχουν καὶ εἰς τοὺς ἄλλους Διαλόγους, ἰδιαίτερα μὲ τοὺς Προτεστάντες, ὅπου ἡ ἱερωσύνη τῶν γυναικῶν, ὁ γάμος τῶν ὁμοφυλοφίλων, ἡ χειροτονία ὁμοφυλοφίλων καὶ πλεῖστες ἄλλες ἀκρότητες, ἔπρεπε, ἤδη νὰ εἶχαν ὁδηγήσει σὲ διακοπὴ τοὺς ἀντιστοίχους διαλόγους…. Ἐπειδὴ ὅμως τώρα μετὰ ἀπὸ τριάντα-σαράντα ἔτη ἡ διεξαγωγὴ τῶν Διαλόγων ἔχει ἀρνητικὰ ἀποτελέσματα, καὶ πολλοὶ ὁμιλοῦν γιὰ Βατερλὼ τοῦ Οἰκουμενισμοῦ στοὺς Θεολογικοὺς Διαλόγους, παραδέχονται δὲ καὶ οἱ Οἰκουμενισταὶ ὅτι οἱ Διάλογοι τίθενται σὲ κίνδυνο, πολλὲς ἐκκλησίες ἀνησυχοῦν γιὰ τὶς ἐξελίξεις καὶ ἀποκλίσεις, ὑπάρχουν ἰσχυρὲς ἀντιδράσεις ἐντὸς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρὸς τὴν κατεύθυνση τῆς διακοπῆς τῶν Διαλόγων καὶ ὅτι ἡ συνέχιση τῶν Διαλόγων δὲν ὑπηρετεῖ πλέον τὸν τεθέντα σκοπὸ τῆς  μαρτυρίας τῆς πίστεως, γιὰ ὅλα αὐτὰ οἱ πατριάρχες τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καὶ οἱ συνεργάτες τους, ἀντὶ νὰ ἐπικαιροποιήσουν τὰ κείμενα παρουσιάζοντας τὶς ἀνησυχητικὲς καὶ ἐπικίνδυνες ἐξελίξεις, ἀποφάσισαν νὰ κολοβώσουν τὸ κείμενο, νὰ ἀφαιρέσουν τὶς περὶ Διαλόγων παραγράφους, νὰ νοθεύσουν καὶ νὰ κουτσουρέψουν τὸ κείμενο, ὅπως νόθευαν καὶ οἱ Παπικοὶ κείμενα Πατέρων στὴν ψευδοσύνοδο Φερράρας-Φλωρεντίας…. Αὐτὸ συνιστᾶ ἡ Ἁγία Γραφὴ διὰ τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, «αἱρετικὸν ἄνθρωπον μετὰ μίαν καὶ δευτέραν νουθεσίαν παραιτοῦ», αὐτὸ ἔπρατταν οἱ Ἅγιοι Πατέρες, οἱ ὁποῖοι οὐδέποτε διεξήγαγαν διάλογο «ἐπὶ ἴσοις ὅροις» μὲ τοὺς αἱρετικούς, κατὰ τὸν νεοφανῆ καὶ ἀντορθόδοξο τρόπο τοῦ σήμερα, ἀλλὰ ἐν συνόδῳ, γιὰ νὰ διαπιστώσουν τὴν Ὀρθοδοξία τους καὶ στὴν συνέχεια ἂν ἐπέμεναν στὴν πλάνη, ὅπως ἐπιμένουν οἱ σημερινοὶ συνομιληταί μας, νὰ τοὺς καταδικάσουν καὶ νὰ τοὺς ἀναθεματίσουν.»
Kαὶ ἀκόμα σημειώνει ὁ Αἰδεσιμολογιώτατος Πρωτοπρ. Θ. Ζήσης: «Δὲν μποροῦμε, τέλος, νὰ παραλείψουμε νὰ ἐπισημάνουμε τὴν ἐκκω­φαντικὴ σιωπὴ τοῦ κειμένου γιὰ τὸ θέμα τῶν συμπροσευχῶν. Δὲν ὑπάρχει ἐμφανέστερη καὶ αὐθαδέστερη καταπάτηση τῶν Ἱερῶν Κανόνων ἀπὸ τὸ φαινόμενο αὐτὸ ποὺ τείνει νὰ προσλάβει διαστάσεις ἐπιδημικῆς νόσου».
Ὁ Πανοσιολογιώτατος ἀρχιμ. Παύλος Δημητρακόπουλος γράφει σχετικά μὲ τὸ τελευταῖο θέμα καὶ τοὺς διαλόγους: «Ὡστόσο ἡ μέχρι τώρα πεῖρα τῶν διαλόγων ἀπέδειξε, μὲ πάμπολλα ἀποδεικτικὰ στοιχεῖα,  ὅτι ὄχι μόνο «ὀφειλετικὴν μαρτυρίαν» Ὀρθοδόξου πίστεως δὲν μπορέσαμε νὰ προσφέρουμε στοὺς αἱρετικοὺς τῆς Δύσεως, ἀλλὰ φθάσαμε δυστυχῶς στὸ ἀκριβῶς ἀντίθετο ἀποτέλεσμα, νὰ συμμαρτυροῦμε δηλαδὴ στὴν πλάνη καὶ τὴν αἵρεση, καὶ νὰ ἀναγνωρίζουμε τὶς αἱρέσεις αὐτὲς ὡς ἀληθεῖς ἐκκλησίες!»
Καὶ γενικὰ γιὰ τὴν θεματολογία ὁ Πανοσιολογιώτατος ἀρχιμ. Π. Δημητρακόπουλος γράφει: «Μιὰ πολὺ βασικὴ διαπίστωση, σχετικὰ μὲ τὸ περιεχόμενο τῆς θεματολογίας τοῦ παρὰ πάνω καταλόγου, εἶναι ἡ παντελὴς ἀπουσία φλεγόντων ζητημάτων δογματικῆς φύσεως καὶ ἡ  παντελὴς ἔλλειψη ἐνδιαφέροντος καὶ μερίμνης γιὰ τὴν καταπολέμηση τῶν ποικίλων συγχρόνων αἱρέσεων, ποὺ μαστίζουν τὴν Ἐκκλησία. Στὶς ἀρχαῖες Οἰκουμενικὲς Συνόδους, βασικὴ μέριμνα τῶν ἁγίων Πατέρων, ποὺ συγκροτοῦσαν τὶς Συνόδους, ἦταν κατὰ πρῶτο λόγο ἡ καταπολέμηση καὶ ἐξουδετέρωση τῶν αἱρέσεων, ποὺ ἐμφανιζόταν στὴν ἐποχή τους, καὶ κατὰ δεύτερο λόγο ἡ ρύθμιση τῶν ἄλλων ἐκκλησιαστικῶν ζητημάτων. Συνεπῶς καὶ στὴν ἐποχή μας, ἡ πρώτη καὶ βασικὴ μέριμνα τῶν ἀρχιτεκτόνων τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου θὰ ἔπρεπε νὰ εἶναι ἡ καταπολέμηση τῶν ποικίλων συγχρόνων αἱρέσεων, ὅπως εἶναι ὁ Παπισμός, ὁ ὁποῖος παρὰ τοὺς Διαλόγους ἐξακολουθεῖ μέχρι σήμερα νὰ ἐμμένει στὴν πλάνη  καὶ νὰ ἀσκεῖ δόλιο προσηλυτισμὸ εἰς βάρος τῆς Ὀρθοδοξίας, ἀλλὰ καὶ ὁ Προτεσταντισμός, ὁ Χιλιασμός, ὁ Μαρξισμὸς καὶ ἡ λοιπὴ Ἀθεΐα,  ὅπως εἶναι ὁ Νεοπαγανισμός, ἡ Μασονία, ὁ Διεθνὴς Σιωνισμός, ἡ Θεοσοφία καὶ ἡ Νέα Ἐποχή, τὸ Ἰσλάμ, οἱ Σέκτες, οἱ Καταστροφικὲς Λατρεῖες, ὁ Νεοσατανισμός, ἀλλὰ καὶ ἡ παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καὶ οἱ ἄλλες πλάνες τῆς «κενῆς ἀπάτης» αὐτοῦ τοῦ κόσμου.»
Καὶ σημειώνει ἐπίσης ὁ  Πανοσιολογιώτατος Ἀρχιμανδρίτης ὅτι: «μία ἀπὸ τὶς κατευθυντήριες γραμμές ποὺ  ἐδόθησαν στὶς ἐργασίες τῆς Α΄ Πανορθοδόξου Προσυνοδικῆς  Διασκέψεως (1976), ἦταν ἡ Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος νὰ ἀσχοληθεῖ  «μὲ περιωρισμένον ἀριθμόν θεμάτων καὶ δὴ οὐχὶ ἀμιγῶς δογματικῆς καὶ θεωρητικῆς φύσεως», καθόσον «ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία δὲν ἔχει  ἀνάγκην νέας Ὁμολογίας πίστεως» (Γραμματεία ἐπὶ τῆς  προπαρασκευῆς τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου τῆς Ὀρθοδόξου  Ἐκκλησίας, ΣΥΝΟΔΙΚΑ  ΙΙ, ο.π. , σελ. 42).»
– Καὶ ὁ Σεβασμιώτατος Μητρ. Λεμεσού κ. Αθανάσιος ἀντέδρασε κατά τοῦ κείμενου «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρὸς τὸν λοιπὸν χριστιανικὸν κόσμον» σὲ ἀνοιχτή του ἐπιστολή, καλῶντας νὰ ἐπαγρυπνοῦμε καὶ νὰ προσέχουμε τὶς σχέσεις μας τῶν Ὀρθοδόξων πρὸς τὶς ὑπόλοιπες χριστιανικὲς ὁμάδες.
– Ἡ Ἱερᾶς Κοινότητα τοῦ Ἁγίου Ὄρους σὲ «Ὑπόμνημα περὶ τῆς συμμετοχῆς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας στὸ Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν», ὑπογραφόμενο ἀπὸ τὰ μέλη τῆς Ἱεροκοινοτικῆς Ἐπιτροπῆς, τὸν ἀείμνηστο Καθηγούμενο τῆς Ἱ. Μ. Γρηγορίου Γέροντα Γεώργιο (Καψάνη), τὸν Καθηγούμενο τῆς Ἱ. Μ. Βατοπαιδίου Γέροντα Ἐφραὶμ καὶ τὸν Γέροντα Μοναχὸ Λουκᾶ τῆς Ἱ. Μ. Φιλοθέου γράφει γιὰ τὴν συμμετοχή τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν στὸ Π.Σ.Ε., τοῦ χῶρου διεξαγωγῆς πολυμερῶν διαχριστιανικῶν διαλόγων: «Οἱ Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες μὲ τὴν συμμετοχή τους στὸ Π.Σ.Ε. δείχνουν στὴν πρᾶξι ὅτι παραιτοῦνται ἀπὸ τὴν ἐκκλησιολογική τους ταυτότητα. Στὸ σημεῖο αὐτὸ οἱ Ρωμαιοκαθολικοί, ἀπέχοντες τυπικὰ ἀπὸ τὸ Π.Σ.Ε., εἶναι συνεπέστεροι στὴν ἐκκλησιολογία τους ἀπὸ ὅ,τι εἴμαστε οἱ Ὀρθόδοξοι στὴν δική μας….Οἱ Ὀρθόδοξοι δὲν κερδίζουμε τίποτε ἀπὸ τὴν συμμετοχή μας στὸ Π.Σ.Ε. Ἀντίθετα, ἀποκομίζουμε ζημία καὶ φθορά. Ἡ ἀποστολή μας, νὰ κηρύξουμε τὸ μήνυμα τῆς Ὀρθοδοξίας πρὸς τοὺς ἑτεροδόξους, δὲν εὐοδώνεται, ἐπειδὴ οἱ Προτεστάντες στὸ Π.Σ.Ε. δὲν προσανατολίζονται πρὸς ἀποδοχὴ τῆς Ὀρθοδοξίας, ἀλλὰ πρὸς συνύπαρξι μαζί της στὸ ἐπιδιωκόμενο μόρφωμα τῶν πλήρως ἀλληλοαναγνωριζομένων ἐκκλησιῶν. Ὁ προσανατολισμός τους αὐτὸς εἶναι σύμφωνος μὲ τὴν ἐκκλησιολογία τους. Οἱ Ὀρθόδοξοι ὅμως μποροῦμε νὰ συμμετέχουμε σὲ ἕνα Ὀργανισμό (τὸ Π.Σ.Ε.), τοῦ ὁποίου ἡ σύστασις, ἡ δομὴ καὶ λειτουργία βασίζονται στὴν προτεσταντικὴ ἐκκλησιολογία, χωρὶς ἡ συμμετοχή μας νὰ σημαίνῃ παραίτησι ἀπὸ τὴν ἐκκλησιολογία μας;….Ἡ συμμετοχὴ τῶν Ὀρθοδόξων στὸ Π.Σ.Ε. δὲν ἀποβαίνει πρὸς ὄφελος οὔτε τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας οὔτε τῶν ἑτεροδόξων, ἀλλὰ οὔτε καὶ λυσιτελὴς εἶναι γιὰ τὴν ποθουμένη ἑνότητα ὅλων τῶν Χριστιανῶν στὴν ἀληθινὴ ἀποστολικὴ Πίστι καὶ τὴν Ἐκκλησία τῶν πρώτων χριστιανικῶν αἰώνων. Μήπως ἐπέστη ὁ καιρὸς οἱ Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες νὰ διακόψουν τὶς σχέσεις τους μὲ τὸ Π.Σ.Ε;»
– Ὁ Σεβασμιώτατος Μητρ. Γκόρι και Ατένι κ. Ανδρέας (Ἐκκλησία τῆς Γεωργίας) γράφει γιὰ τὸ τελευταῖο καὶ πιὸ κρίσιμο θέμα αὐτῆς τῆς Συνόδου: «Στήν τελευταία Σύνοδο τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Γεωργίας, ὅπου συζητήθηκαν τά κείμενα τῆς ἡμερησίας διατάξεως τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου, τό κείμενο “Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρός τόν λοιπόν Χριστιανικόν κόσμον” δέχθηκε ὁμόθυμη αὐστηρή κριτική».
– Ὁ Σεβασμιώτατος Μητρ. Γλυφάδας κ. Παύλος στὴν Ἡμερίδα «ΑΓΙΑ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΗ ΣΥΝΟΔΟΣ˙ Μεγάλη προετοιμασία, χωρίς προσδοκίες» ἀναφέρει σχετικὰ μὲ τὴν θεματολογία τῆς ἀναμενόμενης Συνόδου: «Πράγματι, στή θεματολογία τῶν πολυετῶν Διασκέψεων τῶν Προσυνοδικῶν ἐπιτροπῶν, συναντοῦμε θέματα, τά ὁποῖα ἔχουν ἤδη λυθεῖ ἀπό τήν Παράδοσή μας, γιά τά ὁποῖα ὅμως, ὡς μή ὤφειλε, ἔχουν ἀναλωθεῖ πολλές ὧρες συζητήσεων καί διορθόδοξης συνεργασίας. Τά δύο θέματα «Τό Μυστήριον τοῦ Γάμου καί τά κωλύματα αὐτοῦ» καί «Ἡ σπουδαιότης τῆς Νηστείας και ἡ τήρησις αὐτῆς σήμερον», τά ὁποῖα μάλιστα ποσοτικῶς ἀντιστοιχοῦν στό ἕν τρίτον τῆς θεματολογίας τῆς Συνόδου, δέν εἶναι θέματα λυμένα ἀπό αἰῶνες ;»
– Ὁ ὅσιος Γέροντας Φιλόθεος Ζερβάκος εἴχε πεῖ ὅτι δὲν εἶναι ἀναγκαῖα  ἡ σύγκληση Συνόδου γιὰ θέματα γιὰ τὰ ὁποῖα ἔχουν ἤδη ἀποφανθεῖ διά τῶν Ἱερῶν Κανόνων οἱ Ἄγιοι (ὅπως «Τό Μυστήριον τοῦ Γάμου καί τά κωλύματα αὐτοῦ» καί «Ἡ σπουδαιότης τῆς Νηστείας και ἡ τήρησις αὐτῆς σήμερον»): «Νομίζομεν, ὅτι εἶναι ὅλως περιττή ἡ σύγκλησις Οἰκουμενικῆς Συνόδου περί ζητημάτων, εἰς τά ὁποῖα ἔχουν ἀποφανθεῖ διά τῶν Ἱερῶν Κανόνων οἱ Θεῖοι Ἀπόστολοι καί θεόσοφοι Πατέρες καί Διδάσκαλοι τῆς Ἐκκλησίας.»

– Ὁ Αἰδεσιμολογιώτατος π. Αναστάσιος Κ. Γκοτσόπουλος γράφει σχετικὰ μὲ τὴν θεματολογία αὐτῆς τῆς Συνόδου: «Επίσης, σημαντικές επιφυλάξεις έχουν τεθεί από πολλούς για τη θεματολογία της Συνόδου. Σε τέτοιες μεγάλες Συνόδους προτεραιότητα στη θεματολογία πρέπει να έχουν τα ζητήματα πίστεως και να ακολουθούν τα ζητήματα εκκλησιαστικής τάξεως. Λέει πολύ χαρακτηριστικά ο Μ. Αθανάσιος : «Χρή γαρ πρῶτον πᾶσαν περί τῆς πίστεως διαφωνίαν ἐκκόπτεσθαι καί τότε περί τῶν πραγμάτων ἒρευναν ποιεῖσθαι». Δυστυχώς όμως από την έως τώρα προετοιμασία της Συνόδου απουσιάζουν εντελώς θέματα οριοθετήσεως της Ορθοδόξου πίστεως έναντι των ποικίλων αιρετικών και πλανεμένων αντιλήψεων και πρακτικών: Τα καινοφανή παπικά δόγματα πρωτείου και αλαθήτου της Α΄ Βατικανής (1870), η νέα εκκλησιολογία της Β΄ Βατικανής (1965), οι προτεσταντικές πλάνες, ο υλισμός, ο αθεϊσμός, η θεοσοφία, ο  συγκρητισμός κ.α. δεν φαίνεται να απασχολούν τη Σύνοδο, ωσάν να μην έχουν καμμία επίδραση στη ζωή της Εκκλησίας μας και των μελών της. Αντίθετα, στην προετοιμασία της Συνόδου πλεονάζουν θέματα εκκλησιαστικής τάξεως και ζωής, ορισμένα από τα οποία είναι ήσσονος σημασίας ή έχουν ήδη λυθεί από την παράδοσή μας, για τα οποία όμως, ως μη όφειλε, έχουν αναλωθεί πολλές ώρες συζητήσεων και διορθόδοξης συνεργασίας. Θα είναι τουλάχιστον λυπηρό να επαληθευθεί για την επί 90 χρόνια προετοιμαζομένη Πανορθόδοξο Σύνοδο η θυμόσοφος αρχαία ρήση «ώδινεν όρος και έτεκεν μυν», διότι τότε η «οδύνη» αυτή μπορεί να εξελιχθεί σε όνειδος για την Ορθόδοξη Εκκλησία μας. Μη γένοιτο…»
– Ὁ Ἅγιος Ἰουστῖνος Πόποβιτς ἔγραφε γιά τήν Σύνοδο αὐτή, πού ἀπό τήν ἐποχή του ἐμελετᾶτο νά γίνει («Περὶ τὴν μελετωμένην “Μεγάλην Σύνοδον” τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Ὑπόμνημα πρὸς τὴν Σύνοδον τῆς Ἱεραρχίας τῆς Σερβικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας», 1971): «…Εἰς τὴν Ἐκκλησίαν, διὰ τὴν ὁποίαν ὁ Θεάνθρωπος εἶναι τὸ πᾶν καὶ τὰ πάντα, οὐδὲν ἐπιτρέπεται νὰ ρυθμίζεται “κατὰ ἄνθρωπον”, “κατὰ τὴν παράδοσιν τῶν ἀνθρώπων, κατὰ τὰ στοιχεῖα τοῦ κόσμου καὶ οὐ κατὰ Χριστόν”… Ἐὰν καὶ τὰ σύγχρονα προβλήματα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας δὲν λύωνται μὲ τὸν Θεάνθρωπον καὶ κατὰ τὸν θεανθρώπινον, ἀποστολικόν, ἁγιοπατερικὸν τρόπον, εἶναι ἀδύνατον νὰ λυθοῦν ὀρθοδόξως καὶ  θεαρέστως…Προσωπικῶς δὲν βλέπω, ὅτι κατὰ τὰς σημερινὰς περιστάσεις ὑπάρχει πράγματι ἀναπόφευκτος ἀνάγκη διὰ τὴν σύγκλησιν τῆς Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Ἐὰν ὅμως ὑπάρχῃ, ἡ παροῦσα στιγμὴ εἶναι ἡ πλέον ἀκατάλληλος εἰς τὴν ἱστορίαν τῆς Ἐκκλησίας μας… Πᾶσα  νέα Οἰκουμενικὴ Σύνοδος δὲν θὰ εἶναι οὔτε Ἁγία, οὔτε Οἰκουμενική, οὔτε Ὀγδόη, ἐὰν πρωτίστως δὲν δεχθῇ τὰς προγενεστέρας οἰκουμενικὰς καὶ ἀσαλεύτους ἀποφάσεις των».
Καὶ σὲ ἄλλο σημεῖο ἀναφέρει: «Ἀλλὰ τέλος εἶναι γνωστὸν εἰς τοὺς ἀγγέλους καὶ εἰς τοὺς ἀνθρώπους, ἰδιαιτέρως εἰς τοὺς Ὀρθοδόξους Χριστιανούς,  ὅτι εἰς αὐτήν τήν ἀποκαλυπτικήν ἐποχήν εἶναι δύσκολον ἤ μᾶλλον ἀδύνατον εἰς πολλούς Ἱεράρχας τῶν Τοπικῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, λόγῳ ἀνθρωπίνων ἀδυναμιῶν, νά ὁμολογήσουν ὀρθοδόξως καί ἁγιοπατερικῶς εἰς αὐτήν τήν ἐνδεχομένην μέλλουσαν νά συνέλθῃ Οἰκουμενικήν Σύνοδον, τά Ὀρθόδοξα Δόγματα καί τάς κανονικάς ἀληθείας. Ἕνεκα τούτου τό Ὀρθοδοξότερον θά ἦτο νά μή συγκληθῇ καθόλου ἡ Οἰκουμενική Σύνοδος ἤ τοὐλάχιστον νά μή συμμετάσχῃ τις εἰς αὐτήν».
Ε. Ἡ σύγκληση τῆς Συνόδου προωθεῖται στὴν παροῦσα χρονικὴ στιγμὴ ὡς κατεπείγον, παρόλο ποὺ α) τὰ θέματα της δὲν δικαιολογοῦν κάτι τέτοιο, β) ἡ στιγμὴ αὐτὴ εἶναι ἀκατάλληλη καὶ γ) οἱ διαδικασίες ποὺ ἀκολουθοῦνται ἔγιναν αἰτία μεγάλου πλήθους ἀντιδράσεων.
α) Ὁ Σεβασμιώτατος Μητρ. Πειραιῶς κ. Σεραφεῖμ στήν ἡμερίδα «ΑΓΙΑ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΗ ΣΥΝΟΔΟΣ˙ Μεγάλη προετοιμασία, χωρίς προσδοκίες»  ἀναφέρει σχετικὰ μὲ τὸ ἄν τὰ θέματα τῆς Συνόδου δικαιολογοῦν τὸν κατεπείγον χαρακτῆρα τῆς σύγκλησης αὐτῆς: «Ἀπό τά ἔξι τελικά θέματα, δύο μόνο ἔχουν τὸν χαρακτήρα τοῦ ἐπείγοντος, τὸ θέμα τῆς Διασπορᾶς καί τό θέμα τῶν σχέσεων τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μέ τόν λοιπό χριστιανικό κόσμο. Τὰ ὑπόλοιπα θέματα, ὅπως τῆς ἀποστολῆς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας στόν σύγχρονο κόσμο, τῆς Νηστείας καί τῶν Κωλυμάτων τοῦ Γάμου, εἶναι αὐτονοήτως λελυμένα καὶ ἀπὸ τὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ ἀπὸ τὴν Πατερικὴ καὶ Συνοδικὴ Παράδοση. Τό θέμα τῆς Διασπορᾶς θά ἔπρεπε νά διευθετηθεῖ μέ τήν δημιουργία Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν. Σέ καμία περίπτωση δέν πρέπει νά συνεχιστεῖ τό ἀντικανονικό καί ἀντιεκκλησιαστικό φαινόμενο τῶν πολλῶν Ἐπισκόπων σέ μία ἐπαρχία, οὔτε πρέπει νά παραταθεῖ τό ἡμίμετρο τῶν ἐπισκοπικῶν συνελεύσεων. Τό θέμα τοῦ Αὐτονόμου δείχνει τὶς τάσεις πρωτοκαθεδρίας τῶν Ἐκκλησιαστικῶν Ἡγετῶν καὶ θὰ μποροῦσε βέβαια γιὰ λόγους εὐταξίας νὰ διευθετηθεῖ μετὰ ἀπὸ συνεννοήσεις, χωρὶς τὴν αἴσθηση τοῦ κατεπείγοντος.»
Συμπεραίνουμε ὅτι πραγματικὰ ἐπείγοντα θέματα μποροῦν νὰ θεωρηθοῦν μόνο αὐτὸ τῆς Διασπορᾶς, ὅπως καὶ αὐτὸ τῶν σχέσεων τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μέ τόν λοιπό χριστιανικό κόσμο. Ὡστόσο αὐτὸ τῆς Διασποράς, ἐνῶ πρὸς τὸ παρὸν ἀντιμετωπίζεται κατ΄ οἰκονομία μὲ τὴν προσωρινὴ λύση τῶν ἐπισκοπικῶν συνελεύσεων, μπορεῖ νὰ λυθεῖ ὁριστικὰ μὲ τὴν δημιουργία Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν, καὶ τελικὰ μόνο αὐτὸ τῶν σχέσεων τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μέ τόν λοιπό χριστιανικό κόσμο θὰ μποροῦσε νὰ δικαιολογήσει τὸν κατεπείγον χαρακτήρα τῆς σύγκλησης τῆς Συνόδου. Αὐτὸ ὅμως θὰ μποροῦσε νὰ τὸ κάνει,  ἐφόσον κινοῦταν στὴν γραμμὴ τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως, ὅπως τὴν χάραξαν οἱ Ἄγιοι Πατέρες μέσω τῶν προηγούμενων Οἰκουμενικῶν Συνόδων, καὶ κατὰ συνέπεια ἐφόσον σκόπευε νὰ ἀναθεματίσει τὴν παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, πράγμα τὸ ὁποῖο, ὄχι μόνο τίποτα δὲν δείχνει ὅτι σκοπεύει νὰ τὸ κάνει, ἀλλὰ ἀπὸ τὶς θέσεις τῶν πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μας ποὺ ἤδη ἀναφέραμε παραπάνω, συμπεραίνουμε ὅτι ὅλα δείχνουν ὅτι, στὸ θέμα αὐτὸ, ποῦ εἶναι καὶ τὸ κυριότερό, κινεῖται πρὸς τὴν ἀκριβῶς ἀντίθετη ἀπὸ τὴν ἁγιοπατερικὴ κατεύθυνση. Ὑπὸ αὐτὲς τὶς προϋποθέσεις, ὄχι μόνο δὲν εἶναι κατεπείγον ἡ  σύγκλησης τῆς Συνόδου, ἀλλὰ δέον εἶναι νὰ μὴ γίνει καθόλου.
– Στὸ ἴδιο συμπέρασμα  ὁδηγούμαστε καὶ ἀπὸ ὅσα ὁ Μακαριστὸς πρώην Μητρ. Φλωρίνης κ. Αὐγουστίνος Καντιώτης ἔχει γράψει σχετικὰ μὲ τὴν ἀνάγκη γιὰ σύγκληση Συνόδου: «Ἐὰν ἡ κυρία αἰτία γιὰ τὴν ὁποία συγκαλοῦνται οἱ Οἰκουμενικὲς Σύνοδοι εἶνε ἡ αἵρεσις, ὑπάρχει πράγματι λόγος σοβαρὸς γιὰ νὰ συγκληθῇ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος. Ἐκτὸς τῶν ἄλλων πλανῶν καὶ αἱρέσεων, ποὺ πρέπει νὰ καταδικασθοῦν, εἶνε καὶ ἡ αἵρεσις τῶν αἱρέσεων ποὺ λέγεται οἰκουμενισμός…. Καὶ ἐρωτῶ· αὐτὰ εἶνε τὰ θέματα ποὺ θ᾽ ἀπασχολήσουν τὴν συγκαλουμένη Σύνοδο; Ὄχι δυστυχῶς. Καμμία καταδίκη ἑτεροδιδασκαλιῶν δὲν προβλέπεται. Συνεπῶς, δὲν βλέπω ποιός ἀποχρῶν λόγος συντρέχει γιὰ νὰ συγκληθῇ ἡ Σύνοδος αὐτή. Ἀπὸ ὅσα ἔχουν γνωσθῆ, εὔκολα διαφαίνεται τί ἄνεμος πνέει· ἄνεμος ἐκσυγχρονισμοῦ, ἐκκοσμικεύσεως, οἰκουμενισμοῦ.»
β) Ἤδη ἀναφέραμε καὶ παραπάνω ὅτι ὁ Ἅγιος Ἰουστῖνος Πόποβιτς ἔγραφε γιά τήν Σύνοδο αὐτή («Περὶ τὴν μελετωμένην “Μεγάλην Σύνοδον” τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Ὑπόμνημα πρὸς τὴν Σύνοδον τῆς Ἱεραρχίας τῆς Σερβικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας», 1971) μεταξὺ ἄλλων καὶ τὰ παρακάτω περὶ τῆς ἀκαταλληλότητας τῆς ἐποχῆς μας γιὰ σύγκληση μιὰς τέτοιας Συνόδου : «ἡ παροῦσα στιγμὴ εἶναι ἡ πλέον ἀκατάλληλος εἰς τὴν ἱστορίαν τῆς Ἐκκλησίας μας ». Καὶ σὲ ἄλλο σημεῖο ἀναφέρει: «εἰς αὐτήν τήν ἀποκαλυπτικήν ἐποχήν εἶναι δύσκολον ἤ μᾶλλον ἀδύνατον εἰς πολλούς Ἱεράρχας τῶν Τοπικῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, λόγῳ ἀνθρωπίνων ἀδυναμιῶν, νά ὁμολογήσουν ὀρθοδόξως καί ἁγιοπατερικῶς εἰς αὐτήν τήν ἐνδεχομένην μέλλουσαν νά συνέλθῃ Οἰκουμενικήν Σύνοδον, τά Ὀρθόδοξα Δόγματα καί τάς κανονικάς ἀληθείας».

Ὁ Πανοσιολογιώτατος ἀρχιμ. Παύλος Δημητρακόπουλος σχολιάζει καὶ ἐξηγεῖ στὰ ὅσα γράφει ὁ Ἅγιος: «Πρόκειται γιὰ ἕνα ἱστορικῆς σημασίας κείμενο λαμπρᾶς Ὀρθοδόξου ὁμολογίας…Διέβλεπε δηλαδὴ ὁ Ὅσιος μὲ τὸν θεῖο φωτισμό, ποὺ διέθετε, ὅτι δὲν ὑπάρχουν οἱ κατάλληλες προϋποθέσεις γιὰ τὴ σύγκληση μιᾶς Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἐπειδὴ ἤδη ἀπὸ τὴν ἐποχή του κυριαρχοῦσε ὁ Οἰκουμενισμὸς σὲ ὅλες σχεδὸν τὶς τοπικὲς Ἐκκλησίες, καὶ συνεπῶς, ἐὰν ἐπραγματοποιεῖτο ἡ σύγκλησή της,  δὲν θὰ ἦταν Σύνοδος ἁγίων Πατέρων, ἀλλὰ μιὰ Ψευδοσύνοδος οἰκουμενιστῶν ἀρχιερέων. Ἐὰν ὅμως οἱ τότε περιστάσεις ἦταν κατὰ τὴν ἐκτίμηση τοῦ Ἁγίου ἀκατάλληλες, τί θὰ ἔλεγε ἄραγε, ἐὰν ζοῦσε σήμερα, ὅπου ἡ θύελλα τῆς αἱρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ ἔχει σαρώσει τὰ πάντα καὶ ἔχει λάβει πολὺ μεγαλύτερες διαστάσεις;»
– Ὁ Μακαριστὸς πρώην Μητρ. Φλωρίνης κ. Αὐγουστίνος Καντιώτης ἔχει γράψει γιὰ τὸ ἄν εἶναι κατάλληλές οἱ συνθήκες στὴν ἐποχὴ μας γιὰ τὴν σύγκληση μιὰς τέτοιας Συνόδου: «Ὑπάρχουν τώρα οἱ προϋποθέσεις γιὰ σύγκλησι καὶ ἐπιτυχία μιᾶς Οἰκουμενικῆς Συνόδου; Συμφωνῶ ἀπολύτως μὲ τὴ γνώμη τοῦ ἁγίου ἀσκητοῦ Ἰουστίνου Πόποβιτς καὶ ἀπαντῶ χωρὶς περιστροφές· Ὄχι, δὲν ὑπάρχουν σήμερα οἱ ἀπαιτούμενες προϋποθέσεις. Διότι πρῶτον, ποιός εἶνε αὐτὸς ποὺ συγκαλεῖ τώρα τὴν ἀναμενομένη Σύνοδο; Κάποιος εὐσεβὴς αὐτοκράτωρ; Δὲν ὑπάρχει. Τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο; Ἀλλ᾽ αὐτὸ χειμάζεται δεινῶς. Τὸ δὲ χειρότερο ἐξ ἐπόψεως ὀρθοδόξου, ὁ πατριάρχης καὶ ὁ ἀντιπρόσωπός του μητροπολίτης μὲ τὶς κατὰ καιροὺς ἀντορθόδοξες δηλώσεις τους ἔχουν κλονίσει τὴν ἐμπιστοσύνη τοῦ εὐσεβοῦς πληρώματος….Ἀπὸ ποιούς, παρακαλῶ, θὰ συγκροτηθῇ ἡ Σύνοδος αὐτή; Ποῦ τὰ μεγάλα πνευματικὰ ἀναστήματα; ποῦ οἱ ἥρωες καὶ ὁμολογηταί, ποὺ θ᾽ ἀποτελοῦν ἐγγύησι Ὀρθοδοξίας; Ἀλλοίμονο, τέτοια πρόσωπα θὰ λείπουν. Κυρίαρχη δὲ θέσι θὰ κατέχουν στὴ Σύνοδο πρόσωπα ὑπόδικα ἐνώπιον τῆς Ὀρθοδόξου συνειδήσεως, ἐπίσκοποι καὶ μητροπολῖται ἄνευ ποιμνίων, μὲ τίτλος κενούς, ποὺ θὰ ἀγορεύουν ἐλαφρᾷ τῇ συνειδήσει, χωρὶς αἴσθημα εὐθύνης. Ὑπὸ τέτοιες συνθῆκες συγκαλουμένη ἡ Μεγάλη Σύνοδος θὰ ἀποτύχῃ οἰκτρὰ καὶ θὰ γίνῃ πηγὴ νέων πνευματικῶν συμφορῶν γιὰ τὸν Ὀρθόδοξο κόσμο.»
-Πόσοι ἱεράρχες εἶναι ἱκανοὶ στὶς ἡμέρες μας νὰ ἐφαρμόσουν αὐτὸ ποὺ χρειάζεται κατὰ τὴν λήψη τῶν ἀποφάσεων στὴ Συνόδο, ὅπως περιγράφεται αὐτὸ στὴν διδασκαλία τοῦ ἅγιου Γέροντος Σωφρονίου («Τό μυστήριον τῆς χριστιανικῆς ζωῆς»): «Ὁ καθένας ἀπό ἐκείνους, στούς ὁποίους ἀποκαλύπτεται κατά τήν ἐνέργειά Του τό Πνεῦμα τῆς Ἀληθείας, ἐκφράζει τήν Ἀλήθεια μέ ταπείνωση, καί ὅλοι μέ τήν χαρά τοῦ πνεύματός τους τήν ἀποδέχονται», διαφορετικὰ «Ὅταν δέν ὑπάρχουν τά σημεῖα αὐτά, ἡ Ἁγία Σύνοδος μετατρέπεται σέ “σύλλογο” ἤ “ὁμάδα” εἰδικῶν διεκπεραιωτῶν ἤ ἐπαγγελματιῶν θεολόγων, χωρίς νά ὑπάρχει ἡ δυνατότητα ἐξόδου ἀπό τό ἐπίπεδον τῶν ἀνθρώπινων εἰκασιῶν». Γι’ αὐτὸ καταλήγει παρακάτω γιὰ τὸν Παπισμὸ, τὸ Filioque καὶ τελικὰ καὶ τὸ Πρωτεῖο, στὸ «ὥστε νά μή βλέπω τόν ἑαυτό μου σέ θέση νά συμφωνεῖ μέ τό Filioque, ἔστω καί ἄν ὅλοι οἱ Ἐπίσκοποι τοῦ κόσμου συναχθοῦν σέ κάποια Οἰκουμενική Σύνοδο καί ὑποστηρίξουν τό δόγμα αὐτό τοῦ ρωμαιοκαθολικισμοῦ», καθῶς «Τό δόγμα αὐτό ἀπό μόνο του ὁδηγεῖ τόν Χριστιανισμό τόσο μακριά ἀπό τόν αὐθεντικό χαρακτήρα καί τό νόημά του».
γ) Ἀπό ὅλα ὅσα ἀναφέραμε παραπάνω καὶ ἀποτελοῦν ἁγιοπατερικὲς θέσεις τῶν σύγχρονων πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μας, μερικοὶ ἀπὸ τοὺς ὁποίους βρίσκονται ἤδη στὸν Οὐρανὸ καὶ θεωροῦνται ἤ ἔχουν ἀνακηρυχθεῖ Ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας, οἱ ὁποῖες κινοῦνται στὸ Πνεύμα τῶν προηγηθέντων Οἰκουμενικῶν Συνόδων τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, διαπιστώνουμε τὴν θύελλα ἀντιδράσεων ποὺ ἔχει προκαλέσει ἡ προετοιμασία αὐτῆς τῆς Συνόδου καὶ ἡ προώθηση συγκλήσεως της τὴν ἐρχόμενη Πεντηκοστὴ. Ὁπωσδήποτε ὑπὸ τέτοιες συνθήκες θὰ ἔλεγε κανεῖς, μιὰ Σύνοδο ποὺ συγκαλεῖται ἔτσι, καλύτερα νὰ μὴν συγκαλεῖται.

ΣΤ. Στὴ Σύνοδο θὰ ὑπάρχουν παρατηρητές, πράγμα παράδοξο καὶ καινοφανές γιὰ Ὀρθόδοξη Σύνοδο.

– Ὁ Σεβασμιώτατος Μητρ. Πειραιῶς κ. Σεραφεῖμ στήν Ἐπιστολὴ του Πρός Τὴν Ἱερὰν Σύνοδον τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἀναφέρει σχετικὰ μὲ τοὺς παρατηρητὲς: «Σύμφωνα μὲ τὴν ἀπόφαση τῶν Προκαθημένων (21-28.1.2016) θὰ προσκληθοῦν νὰ παραστοῦν στὴν Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδο ἐκπρόσωποι τοῦ Παπισμοῦ, τῶν Μονοφυσιτῶν καὶ ὁρισμένων Προτεσταντικῶν Ὁμολογιῶν.  Ὡστόσο ποτὲ στὴ δισχιλιόχρονη ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας, στὶς Τοπικὲς ἢ σὲ Οἰκουμενικὲς Συνόδους, δὲν ὑπῆρχαν «παρατηρητὲς» ἑτερόδοξοι, ποὺ ἔχουν καταδικαστεῖ ἀπὸ Οἰκουμενικὲς Συνόδους καὶ τὴν ἐκκλησιαστικὴ συνείδηση. Μόνο στὶς δύο παπικὲς συνόδους τοῦ Βατικανοῦ ἐμφανίστηκε τὸ καθεστὼς τῶν «παρατηρητῶν». Εἶναι ἐπιτρεπτὸ ὅμως ἡ Πανορθόδοξη Σύνοδος νὰ ἔχει ὡς πρότυπο τὶς παπικὲς πρακτικές, μεθόδους καὶ μεθοδεύσεις; Ἡ Πανορθόδοξη Σύνοδος ἀποτελεῖ τὴν ὕψιστη φανέρωση καὶ ἔκφραση τῆς ἴδιας της Ἐκκλησίας, ὡς Σώματος Χριστοῦ, καὶ δὲν μπορεῖ νὰ ἐκπέσει σὲ συνέδριο ἀνταλλαγῆς ἀπόψεων, οὔτε σὲ μία ἁπλὴ πανηγυρικὴ ἐκδήλωση-συνάντηση μὲ κριτήρια καὶ στοχεύσεις «ἐκ τοῦ κόσμου τούτου». Στὴν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας οἱ αἱρετικοὶ ἐκαλοῦντο καὶ παραστοῦν στὶς Συνόδους ὄχι τιμητικὰ ὡς «παρατηρητές», ἀλλὰ γιὰ νὰ ἀπολογηθοῦν, ἢ νὰ ἐκφράσουν τὴν μετάνοιά τους, καί, ἂν ἐνέμεναν στὴν πλάνη καὶ τὴν αἵρεση, καθαιροῦνταν, ἀναθεματίζονταν, ἐκδιώκονταν τῆς Συνόδου καὶ δὲ συμμετεῖχαν στὴ συνέχεια τῶν ἐργασιῶν της. Ἡ τιμητικὴ παρουσία στὴν Πανορθόδοξο Σύνοδο ὡς «παρατηρητῶν», ἐκπροσώπων αἱρετικῶν Κοινοτήτων καὶ Ὁμολογιῶν ποὺ ἔχουν καταδικαστεῖ ἀπὸ τὴν πατερικὴ συνείδηση καὶ τὶς Οἰκουμενικὲς Συνόδους, νομιμοποιεῖ τὴν πλάνη καὶ τὴν αἵρεση καὶ οὐσιαστικὰ ὑποσκάπτει τὸ κύρος τῆς ἴδιας τῆς Συνόδου. Σύνοδος ἡ ὁποία δὲν διαστέλλει «ἀναμέσον βεβήλου καὶ ἁγίου» (Ὅρος τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς), τὴν Ὀρθοδοξία ἀπὸ τὴν αἵρεση, τὴν ἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ ἀπὸ τὴν δαιμονικὴ πλάνη, νομιμοποιώντας ἐκκλησιαστικὰ τὴν αἵρεση, δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι πραγματικὰ Ὀρθόδοξη, ἀλλὰ ἐκπίπτει σὲ ψευδοσύνοδο.»
– Ὁ Σεβασμιώτατος Μητρ. Γλυφάδας κ. Παῦλος στὴν Ἡμερίδα «ΑΓΙΑ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΗ ΣΥΝΟΔΟΣ˙ Μεγάλη προετοιμασία, χωρίς προσδοκίες» σημειώνει σχετικὰ μὲ τοὺς παρατηρητὲς: «Μήπως ἡ πρόσκληση νά παραστοῦν στήν ἐναρκτήριο καί στήν καταληκτήριο Συνεδρία τῆς Συνόδου ὡς παρατηρητές, (διαβάζω ἐντός εἰσαγωγικῶν τήν διατύπωση τοῦ κειμένου τῆς Συνάξεως των Προκαθημένων στό Σαμπεζύ τόν Ἰανουάριο), “ἐκπρόσωποι χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν ἤ Ὁμολογιῶν”, προδιαθέτει γιά τήν χειρότερη τῶν περιπτώσεων ἀπό πλευρᾶς Ὀρθοδοξίας;»
– Ὁ Αἰδεσιμολογιώτατος π. Αναστάσιος Κ. Γκοτσόπουλος γράφει γιὰ τοὺς παρατηρητὲς: «Επί πλέον δε, η παρουσία ως «παρατηρητών» εκπροσώπων αιρέσεων θα έχει σοβαρότατες, καταστροφικές ποιμαντικές προεκτάσεις: 1. θα προκαλέσει σύγχυση στους πιστούς μας εισάγοντας στη συνείδησή τους τη θεοσοφική προσέγγιση «μαζί και διαφορετικά» (δηλ. δεν έχει καμία σημασία το περιεχόμενο της πίστης) και 2. αντί να συντελέσει στην ενότητα της Εκκλησίας μας θα την κλονίσει δίνοντας σοβαρότατα επιχειρήματα για τη δημιουργία ή την εδραίωση σχισμάτων! Ας ευχηθούμε και προσευχηθούμε να μην οδηγηθούμε σε ένα τέτοιο οδυνηρό σημείο, και επιβεβαιωθούν οι χειρότεροι των φόβων…»
Ζ. Ἡ Σύνοδο δὲν πρόκειται νὰ ἀναγνώρισει τὶς Η’ καὶ Θ΄ Οἰκουμενικὲς Συνόδους καὶ προσπαθεῖ νὰ ἐξασφαλίσει τὴν ἐγγυρότητά της μὲ λήψη μέτρων.
– Ὁ Σεβασμιώτατος Μητρ. Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου κ. Ἱερόθεος, στήν ἡμερίδα «ΑΓΙΑ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΗ ΣΥΝΟΔΟΣ˙ Μεγάλη προετοιμασία, χωρίς προσδοκίες» ἀνάφερε γιὰ τὴν ἀναγνώριση τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων : «Τό συμπέρασμα εἶναι ὅτι κάθε Ὀρθόδοξη Σύνοδος γιά νά εἶναι Ἁγία καί Μεγάλη πρέπει νά ἀσχολῆται μέ θέματα δογματικά καί νά συμμετέχουν στήν Σύνοδο αὐτή θεούμενοι Πατέρες, τοὐλάχιστον πρέπει νά συμμετέχουν ὅσοι ἀποδέχονται τήν θεολογία καί τήν μεθοδολογία τῶν δογμάτων καί τῶν εὐσεβῶν παραδόσεων καί ἀκολουθοῦν τούς ἁγίους Πατέρας, χωρίς νά τούς παρερμηνεύουν. Διαφορετικά δέν εἶναι Ὀρθόδοξη Σύνοδος.»
Ἀλλοῦ ὁ Σεβασμιώτατος Μητρ. Ναυπάκτου παρατηρεῖ: «Τό θέμα δέν εἶναι νά συγκληθῆ ἁπλῶς ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἀλλά νά παραμείνη στήν ἱστορία ὡς ὄντως Ἁγία καί Μεγάλη καί νά εἶναι διάδοχη τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, τῆς Συνόδου τοῦ 879-80 (Η΄ Οἰκουμενική, ἡ ὁποία ἀναγνώρισε τήν Ζ΄ Οἰκουμενική Σύνοδο), τῆς Συνόδου τοῦ 1351 (Θ΄ Οἰκουμενική) καί τῆς Πανορθοδόξου Συνόδου τοῦ 1848, στίς ὁποῖες πρέπει νά ἀναφερθῆ, ὅπως γίνεται σέ τέτοιες μεγάλες Συνόδους, γιά νά μήν παρουσιασθῆ ὡς ἀποκεκομμένη ἀπό τίς προηγούμενες Συνόδους, ἀλλ” ὡς συνέχειά τους. Ἄν δέν γίνη ἀναφορά στίς προηγούμενες Οἰκουμενικές καί Μεγάλες Συνόδους ἤ ἄν ἀναφερθοῦν μόνον οἱ ἑπτά (7) Οἰκουμενικές Σύνοδοι καί παραλειφθοῦν οἱ ἑπόμενες, τότε θά ὑπάρξη σοβαρό θεολογικό καί ἐκκλησιολογικό πρόβλημα. Αὐτή εἶναι ἡ πραγματική πρόκληση ὄχι ἁπλῶς τῆς ἱστορίας, ἀλλά τῆς πραγματικῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱερᾶς ἱστορίας, ἡ ὁποία προσδιορίζεται ἀπό μιά θεολογική, ἐκκλησιολογική καί κανονική προοπτική».
– Ὁ Αἰδεσιμολογιώτατος π. Γεώργιος Μεταλληνός γράφει γιὰ τὴν ἀναγνώριση τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων: «Ἐὰν λοιπὸν συνέλθει ἡ Πανορθόδοξος Σύνοδος, ποὺ θὰ ἔχει τὸν χαρακτήρα γιὰ μᾶς Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἐὰν συνέλθει καὶ δὲν δεχθεῖ μεταξὺ τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων τὴν Η΄ καὶ τὴν Θ΄, θὰ εἶναι ψευδοσύνοδος . . . Ἡ μέλλουσα νὰ συνέλθει λοιπὸν  Πανορθόδοξος Σύνοδος θὰ κριθεῖ σ’ αὐτὸ τὸ σημεῖο. Ἐὰν παρακάμψει αὐτὲς τὶς δύο Συνόδους, ποὺ τοποθετοῦν τὴν Ὀρθοδοξία ἀπέναντι στὸν Δυτικὸ Χριστιανισμό».
– Ὁ Αἰδεσιμολογιώτατος π. Θεόδωρος Ζήσης ἀναφέρει σχετικὰ μὲ τὰ ἀπειλητικὰ μέτρα (στὸ Ὑπόμνημα γιὰ τὴν ἀπόρριψη τοῦ συνοδικοῦ κειμένου «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρὸς τὸν λοιπὸν χριστιανικὸν κόσμον»): «Ἂς σχολιάσουμε καὶ τὴν ἀστυνομικοῦ τύπου καὶ τρομοκρατικὴ στὴν ἐπιδίωξη, ἐντελῶς πρωτότυπη γιὰ συνοδικὸ κείμενο, παράγραφο 22, στὴν ὁποία οὐσιαστικῶς ἀπαγορεύεται σὲ ἄτομα καὶ ὁμάδες νὰ ἐκφράζουν τὴν γνώμη τους, γιατὶ δῆθεν οἱ σύνοδοι μόνον ἀποτελοῦν «τὸν ἁρμόδιον καὶ ἔσχατον κριτὴν περὶ τῶν θεμάτων πίστεως». Δὲν ἔχουν ἀκούσει ἢ διαβάσει, φαίνεται, οἱ λογιώτατοι συντάκτες τοῦ κειμένου πόσες ψευδοσυνόδους καὶ ληστρικὲς συνόδους ἔχει ἀπορρίψει ἡ συνείδηση τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ ἀποτελεῖ τὸν ἔσχατο κριτὴ τῶν ἀποφάσεων, καὶ ὅτι ὅπως λέγει ἀξιωματικὰ ὁ Ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητὴς κριτήριο γιὰ τὸ ἂν μία Σύνοδος εἶναι ἀληθὴς ἢ ψευδὴς εἶναι ἡ “ὀρθότης τῶν δογμάτων”. Τὸ πλῆθος τῶν ἐκκλησιολογικῶν πλανῶν ποὺ διατρέχει τὸ προσυνοδικὸ κείμενο δὲν ἀφήνει καμμία προοπτικὴ ἀποδοχῆς τῶν ἀποφάσεων τῆς Συνόδου, ὅσες ἀπειλὲς καὶ ὅσα μέτρα καὶ ἂν ληφθοῦν ἐναντίον αὐτῶν ποὺ διαπιστώνουν τὶς δογματικὲς ἐκτροπὲς καὶ τὶς πλάνες. Ἁπλῶς ἡ παράγραφος αὐτὴ φανερώνει ὅτι οἱ συντάκτες τοῦ κειμένου δὲν εἶναι βέβαιοι γιὰ τὴν ἀλήθεια αὐτῶν ποὺ γράφουν καὶ φοβοῦνται τὴν κριτική, θέλουν ἐκ τῶν προτέρων νὰ θεωρήσουμε ἀλάθητες τὶς ἀποφάσεις τους, στεροῦνται ἐπιχειρημάτων γιὰ νὰ ἀποκρούσουν τὸν ἀντίλογο καὶ ἐπιδιώκουν νὰ δεσμεύσουν τὴν Σύνοδο νὰ πάρει μέτρα ἐναντίον ὅσων δῆθεν “διασποῦν τὴν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας”. Ἂν ἦσαν βέβαιοι ὅτι αὐτὰ ποὺ γράφουν εἶναι σύμφωνα μὲ τὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ τὴν Πατερικὴ Παράδοση καὶ μποροῦσαν νὰ βάλουν στὰ συνοδικὰ κείμενα, ὅπως ἔκαναν οἱ προηγούμενες σύνοδοι, τὸ “ἑπόμενοι οὖν τοῖς θείοις Πατράσι”, δὲν ὑπῆρχε λόγος νὰ ἀνησυχοῦν.»
– Ὁ Σεβασμιώτατος Μητρ. Πειραιῶς κ. Σεραφεῖμ στήν ἡμερίδα «ΑΓΙΑ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΗ ΣΥΝΟΔΟΣ˙ Μεγάλη προετοιμασία, χωρίς προσδοκίες» ἀνάφερε σχετικὰ μὲ τὰ ἀπειλητικὰ μέτρα: «Ἐπειδή διατυπώθηκε ἡ ἀθεολόγητος θέση ὅτι “ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία θεωρεῖ καταδικαστέαν πᾶσαν διάσπασιν τῆς ἑνότητος τῆς Ἐκκλησίας, ὑπό ἀτόμων ἤ ὁμάδων, ἐπί προφάσει τηρήσεως ἤ δῆθεν προασπίσεως τῆς γνησίας Ὀρθοδοξίας”, καί ὅτι “ἡ διατήρησις τῆς γνησίας ὀρθοδόξου πίστεως διασφαλίζεται μόνον διά τοῦ συνοδικοῦ συστήματος, τό ὁποῖον ἀνέκαθεν ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ ἀπετέλει τόν ἁρμόδιον καί ἔσχατον κριτήν περί τῶν θεμάτων πίστεως”, θα πρέπει νά τονισθεῖ ἐμφαντικά ὅτι ἡ Ἀλήθεια δέν εἶναι ἰδεοληψία ἤ ὑποκειμενική προσέγγιση ἤ ζήτημα ἀριθμητικῆς ὑπεροχῆς, ἀλλά ἔνσαρκος πραγματικότητα, πού ὀντοποιεῖται στό πρόσωπο τοῦ τελείου Θεοῦ καί τελείου ἀνθρώπου Ἰησοῦ Χριστοῦ, καί ἑπομένως καθίσταται αὐταπόδεικτο τό γεγονός ὅτι ἡ Ἀλήθεια-πρόσωπο Ἰησοῦς Χριστός καί εἷς ἀποτελοῦν τήν πλειοψηφία, ἔστω καί ἄν ἀπέναντι βρίσκονται πολυεκατομμύρια ἄλλων. Ἐπίσης, ἐν Συνόδῳ βρισκόμαστε μόνο ἐντός τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, κοινωνώντας μέ τό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, διότι “ἡ ζωή καί ὁδός Χριστός”, ὅπως ψάλλει ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, και, ὅπως ὁ ἴδιος διεσάλπισε, “ἐγώ εἰμί ἡ ὁδός καί ἡ ἀλήθεια καί ἡ ζωή”. Ἑπομένως, ἐν τῇ Ὁδῷ καί ἐν Συν-όδῳ βρισκόμαστε μόνο, κοινωνώντας μέ τήν Ἀλήθεια, πού εἶναι ὁ Χριστός, καί ὄχι μέ τήν αἵρεση, πού εἶναι ὁ διάβολος. Σύμφωνα, τέλος, μέ τή διακήρυξη τῶν τεσσάρων Πατριαρχῶν τό 1848, «παρ’ ἡμῖν οὔτε Πατριάρχαι οὔτε Σύνοδοι ἐδυνήθησάν ποτέ εἰσαγαγεῖν νέα, διότι ὁ ὑπερασπιστής τῆς θρησκείας ἐστίν αὐτό τό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, ἤτοι αὐτός ὁ λαός, ὅστις ἐθέλει τό θρήσκευμα αὐτοῦ αἰωνίως ἀμετάβλητον καί ὁμοειδές τῶ τῶν Πατέρων αὐτοῦ».
Ἐπίσης ὁ Σεβασμιώτατος Μητρ. Πειραιῶς στήν Ἐπιστολὴ του Πρός Τὴν Ἱερὰν Σύνοδον τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἀναφέρει σχετικὰ μὲ τὰ ἀπειλητικὰ μέτρα: «Τέλος, στὸ ἄρθρο 22 δίδεται ἡ ἐντύπωση, ὅτι ἡ μέλλουσα νὰ συνέλθει Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος προδικάζει τὸ ἀλάθητο τῶν ἀποφάσεών της, ἐπειδὴ θεωρεῖ, ὅτι “ἡ διατήρησις τῆς γνησίας ὀρθοδόξου πίστεως διασφαλίζεται μόνον διὰ τοῦ συνοδικοῦ συστήματος, τὸ ὁποῖον ἀνέκαθεν ἐν τὴ Ἐκκλησία ἀπετέλει τὸν ἁρμόδιον καὶ ἔσχατον κριτὴν περὶ τῶν θεμάτων τῆς πίστεως”. Στὸ ἄρθρο αὐτὸ παραγνωρίζεται τὸ ἱστορικὸ γεγονός, ὅτι στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἔσχατο κριτήριο εἶναι ἡ γρηγοροῦσα δογματικὴ συνείδηση τοῦ πληρώματος τῆς  Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία στὸ παρελθὸν ἐπεκύρωσε, ἢ θεώρησε ληστρικὲς ἀκόμη καὶ Οἰκουμενικὲς Συνόδους. Τὸ συνοδικὸ σύστημα ἀπὸ μόνο τοῦ δὲν διασφαλίζει μηχανιστικὰ τὴν ὀρθότητα τῆς ὀρθοδόξου πίστεως. Αὐτὸ γίνεται μόνο, ὅταν οἱ συνοδικοὶ Ἐπίσκοποι ἔχουν μέσα τοὺς ἐνεργοποιημένο τὸ Ἅγιο Πνεῦμα καὶ τὴν Ὑποστατικὴ Ὁδό, τὸ Χριστὸ δηλαδή, ὅποτε ὡς σὺν-ὁδικοὶ εἶναι στὴν πράξη καὶ “ἑπόμενοι τοῖς ἁγίοις πατράσι”. Ἂς μὴν ξεχνᾶμε ἐπίσης, ὅτι ὁ «συνοδικὸς Θεσμὸς» δὲν εἶναι ὑπόθεση μόνο τῶν Ἐπισκόπων, ἀλλὰ ὁλοκλήρου του Σώματος τῆς Ἐκκλησίας…»
Γιὰ τὴν ἀναγνώριση τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων ὁ Σεβασμιώτατος Μητρ. Πειραιῶς στήν ἡμερίδα «ΑΓΙΑ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΗ ΣΥΝΟΔΟΣ˙ Μεγάλη προετοιμασία, χωρίς προσδοκίες» ἀνάφερε: «Πρὸς τὸ παρὸν, μέ τά δεδομένα, πού ἔχουμε, δὲν βλέπουμε πὼς ἡ μέλλουσα Σύνοδος θὰ ἀποτελέσει αὐθεντικὴ καὶ γνήσια συνέχεια τῶν προηγουμένων Συνόδων καὶ πὼς θὰ ἀποφασίσει πατερικὰ καὶ ἁγιοπνευματικά, ἀλλὰ μᾶλλον οἰκουμενιστικὰ καὶ ἐκκοσμικευμένα. Γι᾽ αὐτὸ καὶ ἐκτιμοῦμε ὅτι θά ἦτο καλύτερον τελικά νὰ μὴ συνέλθει, ὅπως πίστευαν μεγάλοι Ἅγιοι καὶ Γέροντες τῶν καιρῶν μας, ὅπως ὁ Ἅγιος Ἰουστῖνος ὁ Πόποβιτς μὲ εἰδικὰ ὑπομνήματα πρὸς τὴν ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Σερβίας, ὁ Ἅγιος Παΐσιος ὁ Ἁγιορείτης, μέ ὅσα γιὰ ἐνέργειες τοῦ πατριάρχου Ἀθηναγόρα ἔγραψε, καὶ ὁ ὁσιακῆς βιοτῆς Γέρων Φιλόθεος Ζερβάκος, μὲ εἰδικὰ κείμενα περὶ τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου.
Σέ περίπτωση, ὅμως, πού, ἐξαιτίας τῆς ἀποστασίας, τῆς ἀπιστίας καί τῶν ἁμαρτιῶν μας, ὁ Τρισάγιος Θεός ἐπιτρέψει τήν σύγκληση τῆς Συνόδου, ἡ ὁποία θά ἀποφασίσει ἀντικανονικῶς, ἀντιπαραδοσιακῶς καί ἀντορθοδόξως, αὐτή δέν πρόκειται νά γίνει ἀποδεκτή ἀπό τόν Ὀρθόδοξο κλῆρο καί τόν λαό τοῦ Θεοῦ, θά καταγραφεῖ στήν ἐκκλησιαστική ἱστορία ὡς οἰκουμενιστική, ληστρική καί ψευδοσύνοδος, ὅπως ἡ ἐν Ἐφέσω (430), ἡ τῆς Δρυός (403), ἡ τῆς Ἱερείας, ἡ Φερράρας-Φλωρεντίας (1438-9), ἡ ἐν Λυών (1274), καί οἱ ἀποφάσεις της θά καταστοῦν ἀνίσχυρες ἔστω καί ἄν γράφεται ὅτι θά ἀπολαμβάνουν “πανορθοδόξου κύρους”.»

– Ὁ Πανοσιολογιώτατος ἀρχιμ. Παύλος Δημητρακόπουλος γράφει γιὰ τὴν ἀναγνώριση τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων: «Ἕνα ἄλλο πρωταρχικῆς σημασίας ζήτημα, μὲ τὸ ὁποῖο ἀσχοληθήκαμε καὶ σὲ παλαιότερες δημοσιεύσεις μας, εἶναι τὸ ζήτημα τῆς ἐν τῇ μελλούσῃ Συνόδῳ ἐπισήμου ἀνακηρύξεως καὶ ἀναγνωρίσεως: α) τῆς ἐπὶ Μεγάλου Φωτίου συγκληθείσης Συνόδου, τὸ 879-880, ὡς Η΄ Οἰκουμενικῆς καὶ β) τῆς ἐπὶ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ συγκληθείσης Συνόδου, τὸ 1351, ὡς Θ΄ Οἰκουμενικῆς. Ἀμφότερες οἱ Σύνοδοι αὐτὲς ἔχουν ὅλα ἐκεῖνα τὰ στοιχεῖα καὶ τὶς προϋποθέσεις, ποὺ ἀπαιτοῦνται, γιὰ νὰ θεωρηθοῦν ὡς Οἰκουμενικές, ὅπως κατέδειξαν σχετικὲς μελέτες τῶν Σεβασμιωτάτων Μητροπολιτῶν Πειραιῶς κ. Σεραφείμ, Ναυπάκτου κ. Ἱεροθέου καὶ Γόρτυνος κ. Ἱερεμίου. Σχετικὸ αἴτημα τῶν παρὰ πάνω ἱεραρχῶν γιὰ Συνοδικὴ ἐξέταση τοῦ θέματος ἀπὸ τή Σύνοδο τῆς Ἱεραρχίας, μὲ βάση τὶς εἰσηγήσεις τῶν Σεβασμιωτάτων Μητροπολιτῶν Ναυπάκτου κ. Ἱεροθέου καὶ Γόρτυνος κ. Ἱερεμίου, τελικὰ ἀπερρίφθη καὶ δὲν συζητήθηκε, μὲ τὴν πρόφαση, ὅτι ἡ τοπικὴ Σύνοδος τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἑκκλησίας τῆς Ἑλλάδος εἶναι ἀναρμοδία νὰ εἰσηγηθεῖ τὴ συμπερίληψη στὴν ἡμερησία διάταξη τῆς Πανορθοδόξου Συνόδου τέτοιου θέματος. Ἡ πραγματικὴ ὅμως αἰτία εἶναι ἄλλη· ὅπως σημειώνει σὲ σχετικὸ ἄρθρο του ὁ Σεβασμιώτατος κ. Σεραφείμ: «Εἶναι προφανὲς καὶ πρόδηλο ὅτι ἡ μὴ τυπικὴ ἀναγνώριση γίνεται γιὰ νὰ μὴ “λυπηθοῦν” οἱ ἀντιθέως καὶ δαιμονιωδῶς καθυβρίζοντες τοὺς Ἁγίους προεξάρχοντας τῶν δύο Οἰκουμενικῶν Συνόδων Ἱερὸ καὶ Μέγα Φώτιο καὶ Ἅγιο Γρηγόριο Ἀρχιεπίσκοπο Θεσσαλονίκης τὸν Παλαμᾶ ὡς δῆθεν αἱρεσιάρχας, ὅπως αὐταποδείκτως προκύπτει ἀπὸ τὴν “Δογματικὴ διδασκαλία” τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς παρασυναγωγῆς». Ἐπὶ πλέον μάλιστα καὶ γιὰ νὰ μὴ λυπηθοῦν οἱ Οἱκουμενιστὲς ἀρχιερεῖς, οἱ προωθοῦντες τὴν παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, τόσο οἱ ἀνήκοντες στὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο, ὅσο καὶ οἱ ἀνήκοντες στὴν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος. Διότι γνωρίζουν πολὺ καλὰ οἱ ἐν λόγῳ Οἰκουμενιστὲς ἀρχιερεῖς, ὅτι μιὰ τέτοια ἀναγνώριση θὰ σημάνει τὸ ὁριστικὸ τέλος τῶν Διαλόγων μὲ τὴ Ρωμαιοκαθολικὴ παρασυναγωγή.»
– Ὁ Σεβασμιώτατος Μητρ. Γόρτυνος Ιερεμίας ἀνάφερε γιὰ τὴν ἀναγνώριση τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων (ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΟ ΕΓΚΥΚΛΙΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ, Δημητσάνα – Μεγαλόπολη, 10 Ἀπριλίου 2016): «Γι᾽ αὐτό καί στό προηγούμενο κήρυγμά μας προέτρεψα σέ προσευχή, γιά νά φωτισθοῦν οἱ πατέρες Ἐπίσκοποι, πού θά μετάσχουν στήν Σύνοδο, νά μιλήσουν καί νά ἀποφασίσουν κατά τήν διδασκαλία τῶν Ἁγίων Πατέρων τῶν προηγουμένων Ἁγίων Οἰκουμενικῶν Συνόδων. Ἔτσι καί ἡ δική μας αὐτή Οἰκουμενική Σύνοδος θά εἶναι στήν ἴδια γραμμή μέ αὐτές. Εἴπαμε ὅμως καί τό ξαναλέμε ὅτι, ἄν ἡ Σύνοδος πού πρόκειται νά συγκληθεῖ ἔχει ἀποφάσεις ἐνάντιες πρός τήν διδασκαλία τῶν Ἁγίων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μας, θά τήν ἀποκηρύξουμε καί δέν θά τήν κάνουμε δεκτή. Γιά νά εἶναι σύμφωνη μέ τήν γραμμή τῶν Ἁγίων Πατέρων ἡ μέλλουσα Σύνοδος, θά πρέπει νά εἶναι διάδοχος τῆς Θ´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἡ ὁποία συνεκλήθη τό 1351 στήν Κωνσταντινούπολη καί κατεδίκασε τήν αἵρεση τοῦ παπικοῦ Βαρλαάμ, ὁ ὁποῖος ἔλεγε ὅτι οἱ ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ εἶναι κτιστές. Εἶναι μεγάλη καί σοβαρή ἡ αἵρεση αὐτή.
Πρέπει νά καταδικάσει τίς πλάνες τοῦ παπισμοῦ, πού καταδικάστηκαν καί ἀπό τήν ἀκόμη προηγούμενη Η´ Οἰκουμενική Σύνοδο τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἐπί Πατριάρχου Φωτίου τό 879-880. Τότε μόνο, ἀδελφοί χριστιανοί, ἡ Σύνοδος πού ἀναμένουμε θά εἶναι πραγματικά «Ἁγία» καί θά φέρει τά χαρακτηριστικά μιᾶς «Οἰκουμενικῆς» Συνόδου, ὅταν θά ἔλθει ὡς διάδοχος τῶν δύο προηγουμένων Συνόδων τῆς Κωνσταντινουπόλεως, τῆς Η´ καί Θ´, οἱ ὁποῖες κατεδίκασαν τίς πλάνες τοῦ παπισμοῦ.»
– Ὁ Σεβασμιώτατος Μητρ. Γλυφάδας κ. Παῦλος στήν ἡμερίδα «ΑΓΙΑ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΗ ΣΥΝΟΔΟΣ˙ Μεγάλη προετοιμασία, χωρίς προσδοκίες» ἀνάφερε γιὰ τὴν ἀναγνώριση τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων: «Συμφωνοῦμε λοιπόν καί ἐμεῖς, ὅτι ἡ ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος τῆς Κρήτης, θά κριθεῖ καί σ᾿ αὐτό τό σημεῖο: Θά ἀναγνωρίσει αὐτές τίς δύο Συνόδους ἤ θά τίς παρακάμψει; Ἐπισημαίνουμε ἐπίσης, ὅτι ἄν ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος ἀποδειχθεῖ ὄντως Ἱερά Σύνοδος Ἁγίων Πατέρων, θά τήν ἀποδεχθοῦμε. Ἄν ὅμως ἐπιχειρηθεῖ ἀναίρεση ἤ «διόρθωση» ἀποφάσεων προηγούμενων Οἰκουμενικῶν Συνόδων ἤ Τοπικῶν Συνόδων καί Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, οἱ ὁποῖες ἔλαβαν οἰκουμενικό κύρος, τότε ἡ μόνη ἐπιλογή μας θά εἶναι νά τήν ἀπορρίψουμε.»
– Ὁ Αἰδεσιμολογιώτατος π. Αναστάσιος Κ. Γκοτσόπουλος γράφει γιὰ τὴν ἀναγνώριση τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων: «Το ερώτημα λοιπόν που τίθεται  είναι: ποιο είναι το ιδιάζον στοιχείο που χαρακτηρίζει μια σύνοδο ως Οικουμενική και τι τη διαφοροποιεί από τις ψευδοσυνόδους; Σε αυτό το ερώτημα απάντησε η Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδος δια στόματος του Ιωάννου, του διακόνου της Αγ. Σοφίας, στην λέξη προς λέξη αναίρεση του όρου της ληστρικής εν Ιερεία συνόδου που διασώζεται στα πρακτικά της Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου:
Για την Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδο τα κριτήρια αψευδούς Οικουμενικότητας είναι δυο, και δεν εξαντλούνται στα τυπικά της συγκλήσεως (ποιος συγκαλεί, πόσοι και ποιοι συμμετέχουν κοκ):
  1. Η αποδοχή των αποφάσεων από την εκκλησιαστική συνείδηση, από το Σώμα του Χριστού, από ολόκληρη την Εκκλησία. Αν τις αποφάσεις μιας Συνόδου δεν τις αποδεχθεί το πλήρωμα της Εκκλησίας, η Σύνοδος αυτή δεν μπορεί να αναγνωριστεί ως Οικουμενική, και
  2. Η απόλυτη συμφωνία των αποφάσεων με την προγενέστερη πατερική, συνοδική και εκκλησιαστική παράδοση. Ο Άγ. Μάξιμος Ομολογητής είναι απολύτως σαφής : «Ἐκείνας οἶδεν ἁγίας καί ἐγκρίτους συνόδους ὁ εὐσεβής τῆς Ἐκκλησίας κανών, ἃς ὀρθότης δογμάτων ἒκρινε». Μια Σύνοδος που δεν ακολουθεί την έως τότε εκκλησιαστική παράδοση όπως αυτή έχει εκφραστεί από τους Πατέρες της Εκκλησίας και τις Συνόδους, αλλά την περιφρονεί και  προσπαθεί να την ανατρέψει, είναι ψευδοσύνοδος, ανεξάρτητα αν σ’ αυτή συμμετέχει μεγάλος αριθμός επισκόπων που εκπροσωπούν όλα τα πατριαρχεία και τις τοπικές εκκλησίες!
Η ομόφωνη συνοδική πρόταση του Πατριαρχείου της Σερβίας ζητά την ένταξη στα θέματα της Συνόδου της τυπικής αναγνωρίσεως των Η΄ και Θ΄  Οικουμενικών Συνόδων, διότι οι Σύνοδοι αυτές έχουν λάβει σοβαρότατες θεολογικές και δογματικές αποφάσεις. Τυχόν ρητή και άμεση  απόρριψη του αιτήματος αυτού ή έμμεση απόρριψή του  με την παραπομπή σε «συνοδικές» καλένδες του μέλλοντος (απωτέρου ή μάλλον απωτάτου) θα κλονίσει τη θεολογική αξιοπιστία και Ορθοδοξία της Πανορθοδόξου Συνόδου! Αν επιβεβαιωθούν οι φόβοι αυτοί και δεν συζητηθεί το θέμα αυτό τώρα, με προφανή σκοπό να μη δυσαρεστήσουμε το Βατικανό (!),  η Πανορθόδοξη Σύνοδος από Σύνοδος της Ορθοδοξίας κινδυνεύει να καταντήσει θεραπαινίδα του Βατικανού! Θα είναι φρικτά τρομερό στα κείμενα της Πανορθοδόξου Συνόδου να γίνει αναφορά στο ΠΣΕ (Παγκόσμιο Συμβούλιο «Εκκλησιών») – νομιμοποιώντας το ουσιαστικά – και να μην υπάρξει αναγνώριση των Η΄ και Θ΄ Οικουμενικών Συνόδων…  Ο Θεός να μην επιτρέψει κάτι τέτοιο!»
– Ὁ Μακαριστὸς πρώην Μητρ. Φλωρίνης κ. Αὐγουστίνος Καντιώτης ἔχει ἐξηγήσει πότε οἱ ἀποφάσεις μιὰς Συνόδου ἱσχύουν: «Ὁ ὀρθόδοξος λαός, ποὺ ζῇ σὲ μυστηριακὴ ἐπαφὴ μὲ τὸ Χριστὸ καὶ ἔχει Πνεῦμα ἅγιο, ὅταν ἀκούσῃ ἀπόφασι Συνόδου ποὺ εἶνε σύμφωνη μὲ τὴν πατροπαράδοτη πίστι, μὲ «ὅ,τι πάντοτε, πανταχοῦ καὶ ὑπὸ πάντων ἐπιστεύθη» (Βικέντιος Λερ.), αἰσθάνεται χαρὰ καὶ λέει· «Αὕτη ἡ πίστις τῶν ἀποστόλων, αὕτη ἡ πίστις τῶν πατέρων, αὕτη ἡ πίστις τῶν ὀρθοδόξων, αὕτη ἡ πίστις τὴν οἰκουμένην ἐστήριξεν». Εἰ δ᾽ ἄλλως, ἐκδηλώνει τὴ διαφωνία καὶ ἀποδοκιμασία του. Ὥστε κατὰ τὴν ὀρθόδοξη ἀντίληψι αἱ Σύνοδοι βρίσκονται ὑπὸ τὸν ἔλεγχο τῆς ἐκκλησιαστικῆς συνειδήσεως, ποὺ δὲν περιορίζεται μόνο στοὺς κληρικοὺς ἀλλὰ ἐπεκτείνεται καὶ ἀποκορυφώνεται στὸν εὐσεβῆ λαό· τοῦ λαοῦ ἡ ἐπιδοκιμασία ἢ ἡ ἀποδοκιμασία κρίνει ἂν μία Σύνοδος εἶνε ἀληθινὴ ἢ μή. Ἡ Ὀρθοδοξία διαφέρει ἀπὸ τὸν παπισμὸ καὶ στὸ σημεῖο αὐτό· ἐδῶ τὸ ἀλάθητο δὲν τὸ διεκδικεῖ ἕνα πρόσωπο, ἀλλὰ τὸ ἔχει τὸ πλήρωμα, ὁ εὐσεβὴς λαὸς ποὺ ὀνομάζεται «φύλαξ τῆς πίστεως». Ὁ πιστός, ὅσο ἄσημος καὶ ἂν εἶνε, δὲν ἐκμηδενίζεται· ἡ ἡγεσία τῆς Ἐκκλησίας δὲν μπορεῖ νὰ ἀγνοῇ τὴ φωνή του. Ἔτσι ὑπάρχει ἁρμονία. Ἐκκλησιαστικὲς ἀποφάσεις ἐρήμην τοῦ εὐσεβοῦς λαοῦ καὶ ἀντίθετες μὲ τὸ φρόνημά του δὲν μποροῦν νὰ σταθοῦν. Οἱ Πράξεις τῶν ἀποστόλων, ποὺ περιγράφουν τὴν πρώτη Σύνοδο τῆς Ἐκκλησίας, τὴν Ἀποστολικὴ Σύνοδο, λένε γιὰ τὸν τρόπο λήψεως τῶν ἀποφάσεών της• «Ἔδοξε τοῖς ἀποστόλοις καὶ τοῖς πρεσβυτέροις σὺν ὅλῃ τῇ ἐκκλησίᾳ» (Πρ. 15,22). Ἀκοῦτε, κύριοι, ὅσοι κεκλεισμένων τῶν θυρῶν παίρνετε ἀποφάσεις γιὰ λογαριασμὸ τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ τῶν ὀρθοδόξων; Τί εἶστε σεῖς, ἀνώτεροι τῶν ἀποστόλων; Τόσο μεγάλη ἰδέα ἔχετε γιὰ τοὺς ἑαυτούς σας;»
Σὲ ἄλλο σημεῖο ὁ Μακαριστὸς ἐπίσκοπος κ. Αὐγουστίνος Καντιώτης ἔγραψε γιὰ τὴν ἀναγνώριση τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων: «Οἰκουμενικὴ π.χ. εἶνε ἡ Σύνοδος ποὺ συνῆλθε τὸ 879-880 στὴν Κωνσταντινούπολι ἐπὶ Μ. Φωτίου. Ἡ Σύνοδος αὐτή, στὴν ὁποία μετεῖχαν 383 ἐπίσκοποι, μεταξὺ τῶν ὁποίων καὶ ἀντιπρόσωποι τῶν πατριαρχείων τῆς Ἀνατολῆς ἀλλὰ καὶ τοῦ πάπα, κατεδίκασε ὁμοφώνως τὸ Filioque, δηλαδὴ τὸ παπικὸ δόγμα, καὶ ἀποφάσισε ὅτι, ὅποιος ἀλλοιώσῃ τὸ Σύμβολο τῆς πίστεως, προσθέσῃ ἢ ἀφαιρέσῃ κάτι, ἂν εἶνε κληρικὸς νὰ καθαιρῆται καὶ ἂν εἶνε λαϊκὸς νὰ ἀναθεματίζεται. Αὐτὴ ἡ Σύνοδος στὴ συνείδησι τοῦ ὀρθοδόξου πληρώματος θεωρεῖται ὡς ἡ Η΄ Οἰκουμενική. Ἔτσι τὴ χαρακτηρίζουν διαπρεπεῖς κανονολόγοι καὶ ἱεράρχες, ὁ δὲ ἱστορικὸς Στεφανίδης λέει ὅτι ἡ μέλλουσα νὰ συνέλθῃ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος πρέπει ν᾽ ἀσχοληθῇ μὲ τὸ ζήτημα τῆς ἀναγνωρίσεώς της. Καὶ μερικὲς ἄλλες ἐπίσης Σύνοδοι μποροῦν νὰ χαρακτηρισθοῦν Οἰκουμενικές. Τέτοιες εἶνε ἐκεῖνες ποὺ συνῆλθαν στὴν Κωνσταντινούπολι τὰ ἔτη 1341, 1347 καὶ 1351 ἐν­αντίον τῶν κακοδοξιῶν τῶν Βαρλαὰμ καὶ Ἀκινδύνου καὶ τοῦ πατριάρχου Ἰωάννου Καλέκα. Καὶ οἱ τρεῖς αὐτὲς δικαίωσαν τὸν πρόμαχο τῆς Ὀρθοδοξίας ἅγιο Γρηγόριο τὸν Παλαμᾶ.»
Ἔχει σημειώσει ἐπίσης ὁ Μακαριστὸς πρώην Μητρ. Φλωρίνης ὅτι: «Μερικοὶ θὰ προβάλουν τὴν ἔνστασι· Ἀφοῦ μετὰ τὸ σχίσμα ὁ χριστιανισμὸς διασπάθηκε, οἱ Σύνοδοι αὐτὲς δὲν μποροῦν νὰ χαρακτηρισθοῦν Οἰκουμενικές, ἐφ᾽ ὅσον σ᾽ αὐτὲς δὲν μετεῖχαν οἱ παπικοὶ καὶ οἱ διαμαρτυρόμενοι· πανορθόδοξες ναί, οἰκουμενικὲς ὄχι. Ἀπαντώντας σ᾽ αὐτὸ λέμε ἐκεῖνο ποὺ ἔλεγε ὁ κορυφαῖος θεολόγος Χρῆστος Ἀνδροῦτσος· Ἐμεῖς ὡς Ἐκκλησία ἀναγνωρίζουμε καὶ ὁμολογοῦμε μόνο τὴν Ὀρθοδοξία· οἱ ἐκτὸς τῆς Ὀρθοδοξίας λεγόμενες Ἐκκλησίες δὲν εἶνε παρὰ σχίσματα καὶ αἱρέσεις. Συνεπῶς μία Σύνοδος, στὴν ὁποία ἀντιπροσωπεύεται ὅλη ἡ Ὀρθοδοξία, μπορεῖ νὰ χαρακτηρισθῇ Οἰκουμενική.»
Συμπέρασμα: Θὰ ἦταν καλύτερα νὰ γίνει ἤ νὰ μὴ γίνει ἡ Σύνοδος; Eἶναι ἤ δὲν εἶναι λόγος χαρὰς αὐτή;
– Ὁ Σεβασμιώτατος Μητρ. Καλαβρύτων Αμβροσίου σὲ Ὑπόμνημα πρὸς τὴ ΔΙΣ ἀναφέρει: «Τούτων οὕτως ἐχόντων καταλήγομεν εἰς μίαν δυναμικήν πρότασιν πρό τήν σεπτήν Ἱεραρχίαν τῆς Ἐκκλησίας μας: Ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος νά μή συμμετάσχῃ εἰς τήν μέλλουσαν νά συνέλθῃ Μεγάλην Πανορθόδοξον Σύνοδον, διότι δι’ Αὐτῆς θά προέλθῃ σκανδαλισμός τῶν συνειδήσεων τῶν ψυχῶν, διά δέ τῶν ληφθησομένων Ἀποφάσεών της κινδυνεύει ἡ ἑνότης τῆς Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας. Ἄς τό τολμήσωμεν!»

– Ὁ μακαριστός ἀρχιμανδρίτης π. Ἀθανάσιος Μυτιληναίος εἶχε πεῖ γι΄ αὐτὴ: «Ἔτσι, οἱ πιστοί, ἀγαπητοί μου, ὅταν βλέπουν τέτοιες Συνόδους καὶ οἰκουμενιστές συνέδρους, πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ χαίρουν, ὅπως ἔχαιραν τότε οἱ παραλῆπτες τῆς ἐπιστολῆς τῆς Ἀποστολικῆς Συνόδου; “Ἐχάρησαν”, λέγει. Εἶχαν τοὺς λόγους τους νὰ χαίρονται. Σήμερα δὲν ἔχουμε τοὺς λόγους μας νὰ χαιρόμαστε. Οἱ πιστοὶ χαίρονται μόνο γιὰ ὅ,τι εἶναι σύμφωνο μὲ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον. Μόνο τότε χαίρονται.»

Ὁ Ἅγιος Ἰουστῖνος Πόποβιτς, ὅπως ἤδη ἀναφέραμε παραπάνω, γράφει: «εἰς αὐτήν τήν ἀποκαλυπτικήν ἐποχήν εἶναι δύσκολον ἤ μᾶλλον ἀδύνατον εἰς πολλούς Ἱεράρχας τῶν Τοπικῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, λόγῳ ἀνθρωπίνων ἀδυναμιῶν, νά ὁμολογήσουν ὀρθοδόξως καί ἁγιοπατερικῶς εἰς αὐτήν τήν ἐνδεχομένην μέλλουσαν νά συνέλθῃ Οἰκουμενικήν Σύνοδον, τά Ὀρθόδοξα Δόγματα καί τάς κανονικάς ἀληθείας. Ἕνεκα τούτου τό Ὀρθοδοξότερον θά ἦτο νά μή συγκληθῇ καθόλου ἡ Οἰκουμενική Σύνοδος ἤ τοὐλάχιστον νά μή συμμετάσχῃ τις εἰς αὐτήν».
Πηγές.
  1. aktines.blogspot.gr
  2. www.orthodoxnet.gr
  3. paremvasis.blogspot.gr
  4. 4. blogspot.gr
  5. www.egolpion.gr
  6. www.impantokratoros.gr
  7. www.orthodoxia-ellhnismos.gr