ΟΤΙ ΔΕΙ ΤΗΝ ΗΣΥΧΙΑΝ ΠΑΣΗ ΣΠΟΥΔΗ ΜΕΤΑΔΙΩΚΕΙΝ
ΟΤΙ ΔΕΙ ΤΗΝ ΗΣΥΧΙΑΝ ΠΑΣΗ ΣΠΟΥΔΗ ΜΕΤΑΔΙΩΚΕΙΝ
(ΕΚ ΤΟΥ ΓΕΡΟΝΤΙΚΟΥ)
11. Έφθασε κάποτε ο αββάς Αρσένιος σε
ένα τόπο, όπου υπήρχαν καλαμιές. Κάποια στιγμή κινήθηκαν οι καλαμιές
απ’ τον αέρα. Και ρώτησε ο Γέροντας τους αδελφούς: «Τι είναι το
θρόϊσμα αυτό;» Του λένε: «Οι καλαμιές είναι». Και τότε τους είπε ο
Γέροντας: «Είναι αλήθεια πως αν κάποιος μένει σε ήσυχο τόπο και ακούσει
τη φωνή από ένα σπουργιτάκι, η καρδιά του παύει να έχει την ίδια
ησυχία. Πόσο περισσότερο εσείς βέβαια που έχετε το θρόϊσμα των καλαμιών
αυτών».
12. Όταν κάποτε έμενε ο ίδιος ο αββάς Αρσένιος στον Κάνωπο, πήγε εκεί από τη Ρώμη κάποια κόρη από οικογένεια συγκλητικών, πολύ πλούσια και ευλαβής, για να τον δει.
Αρχικά
την υποδέχθηκε ο Θεόφιλος ο αρχιεπίσκοπος. Και παρεκάλεσε αυτόν να
πείσει τον Γέροντα για να τη δεχθεί. Πήγε πράγματι ο αρχιεπίσκοπος και
τον παρακάλεσε λέγοντάς του: «Η τάδε συγκλητική ήρθε από τη Ρώμη και
θέλει να σε δει». Αλλά ο Γέροντας δεν δέχθηκε να τη συναντήσει. Μόλις
λοιπόν της το είπαν αυτό, έδωσε εντολή να της ετοιμάσουν ένα υποζύγιο
λέγοντας: «Πιστεύω στον Θεό ότι θα τον δω. Δεν ήρθα να δω άνθρωπο,
γιατί στην πόλη μας υπάρχουν βέβαια πολλοί άνθρωποι, αλλά ήρθα εδώ να δω
προφήτη».
Και
μόλις έφθασε κοντά στο κελί του Γέροντα, έτυχε κατ’ οικονομία Θεού να
είναι ο Γέροντας έξω από το κελί. Ευθύς, βλέποντάς τον, έπεσε στα πόδια
του. Αλλά εκείνος τη σήκωσε οργισμένα και στράφηκε προς αυτήν λέγοντάς
της: «Αν το πρόσωπό μου θέλεις να δεις, να! Κοίτα το». Κι αυτή
ντροπιασμένη δεν σήκωσε τα μάτια της να δει το πρόσωπό του. Της λέει
τότε ο Γέροντας: «Δεν πληροφορήθηκες για τα έργα μου; Αυτά χρειάζεται
κανείς να βλέπει. Και πώς τόλμησες να κάνεις ένα τόσο μεγάλο θαλασσινό
ταξίδι; Δεν γνωρίζεις ότι είσαι γυναίκα και δεν πρέπει ποτέ και για
πουθενά ν’ απομακρύνεσαι από τον τόπο σου; Ή το’ κανες για να πεις στις
άλλες γυναίκες, επιστρέφοντας στη Ρώμη: ‘‘Είδα τον Αρσένιο’’ και να
κάνεις τη θάλασσα δρόμο για να’ ρχονται οι γυναίκες να με βρίσκουν;» Κι
αυτή είπε: «Αν θέλει ο Θεός δεν θ’ αφήσω καμία να’ ρθει εδώ. Αλλά να
προσεύχεσαι για μένα και να με μνημονεύεις παντοτινά». Εκείνος όμως της
αποκρίθηκε: «Προσεύχομαι στον Θεό να εξαφανίσει τη θύμησή σου από την
καρδιά μου».
Μετά
απ’ αυτά που άκουσε, έφυγε πολύ ταραγμένη. Καθώς έφθασε στην πόλη, από
τη λύπη της, ανέβασε πυρετό και πληροφόρησαν τον μακάριο Θεόφιλο, τον
αρχιεπίσκοπο ότι αρρώστησε. Εκείνος την επισκέφθηκε και ζητούσε να
μάθει τι της συμβαίνει. Αυτή του είπε: «Καλύτερα να μην ερχόμουν εδώ.
Γιατί είπα στον Γέροντα: ‘‘Μνημόνευέ με’’ και μου είπε: ‘‘Προσεύχομαι
στον Θεό να σβήσει η θύμησή σου από την καρδιά μου’’. Και πάω να
πεθάνω από τη λύπη μου». Τότε ο αρχιεπίσκοπος της λέει: «Μα δεν ξέρεις
ότι είσαι γυναίκα και ότι ο εχθρός πολεμάει τους αγίους χρησιμοποιώντας
τις γυναίκες; Γι’ αυτό σου μίλησε έτσι ο Γέροντας. Για την ψυχή σου
σίγουρα θα προσεύχεται παντοτινά!» Μ’ αυτά που της είπε ο
αρχιεπίσκοπος, θεραπεύτηκε ο λογισμός της κι έφυγε χαρούμενη για τον
τόπο της.
13. Όταν κάποτε ο αββάς Αρσένιος έμενε
στα κάτω μέρη, ενοχλούνταν εκεί από επισκέπτες και αποφάσισε να
εγκαταλείψει το κελί του. Και χωρίς να πάρει κανένα από τα πράγματα του
κελιού του, ξεκίνησε και πήγε στους μαθητές του Αλέξανδρο και Ζωίλο,
που ήταν από τη Φαράν.
Είπε
λοιπόν στον Αλέξανδρο: «Σήκω και πάρε το ποτάμι προς τα πίσω». Και
στον Ζωίλο είπε: «Εσύ συνόδευσέ με μέχρι το ποτάμι και βρες μου ένα
πλοίο, που να κατευθύνεται στην Αλεξάνδρεια, και μετά πάρε κι εσύ την
αντίθετη κατεύθυνση να βρεις τον αδελφό σου.». Ο Ζωίλος ταράχθηκε σαν
άκουσε αυτόν τον λόγο, αλλά σιώπησε και έτσι χωρίσθηκαν μεταξύ τους.
Κατέβηκε
λοιπόν ο Γέροντας στην Αλεξάνδρεια και εκεί αρρώστησε βαριά. Οι
υποτακτικοί του είπαν μεταξύ τους: «Μήπως κάποιος από μας λύπησε τον
Γέροντα και γι’ αυτό μας αποχωρίσθηκε;» Αλλά δεν βρήκαν να’ χουν κάνει
τίποτε το ένοχο ούτε ότι τον είχαν παρακούσει ποτέ.
Όταν
έγινε καλά ο Γέροντας είπε: «Θα πάω κοντά στους πατέρες μου». Έτσι
πήρε το πλοίο προς την αντίθετη κατεύθυνση και έφθασε στον βράχο, όπου
ζούσαν οι υποτακτικοί του. Καθώς βρισκόταν ακόμη κοντά στο ποτάμι, μια
νεαρή αιθιόπισσα τον πλησίασε και του άγγιξε τη μηλωτή και ο Γέροντας τη
μάλωσε. Η παιδούλα τότε του είπε: «Εάν είσαι μοναχός, πήγαινε στο
όρος». Ο Γέροντας κατανύχθηκε πάνω στον λόγο αυτό και έλεγε μέσα του:
«Αρσένιε, εάν είσαι μοναχός, πήγαινε στο όρος».
Εκείνη
τη στιγμή κατέφθασαν εκεί ο Αλέξανδρος και ο Ζωίλος. Έπεσαν στα πόδια
του, αλλά και ο Γέροντας έριξε τον εαυτό του και έκλαψαν και οι τρεις.
Τους ρώτησε ο Γέροντας: «Δεν μάθατε ότι αρρώστησα;» Και εκείνοι του
απάντησαν: «Ναι, το μάθαμε». «Και γιατί – τους ρωτά ο Γέροντας - δεν
ήρθατε να με δείτε;» Είπε τότε ο αββάς Αλέξανδρος: «Δεν μπορέσαμε να
εξηγήσουμε γιατί μας αποχωρίσθηκες, πολλοί μάλιστα σκανδαλίσθηκαν και
είπαν: ‘‘Εάν δεν είχαν παρακούσει στον Γέροντα, δεν θα έφευγε από κοντά
τους’’». Και εκείνος τους αποκρίθηκε: «Πάλι λοιπόν σε λίγο θα πουν οι
άνθρωποι πως η περιστερά δεν μπόρεσε πουθενά να αναπαυθεί και επέστρεψε
στον Νώε, στην Κιβωτό».
Έτσι αποκαταστάθηκαν τα πράγματα και έμεινε μαζί τους μέχρι τον θάνατό του.
14. Κάποιος από τους πατέρες επισκέφθηκε τον αββά Αρσένιο.
Κτύπησε την πόρτα και ο Γέροντας του άνοιξε νομίζοντας πως είναι ο
υποτακτικός του. Όταν όμως είδε άλλον, έπεσε με το πρόσωπο στη γη.
Εκείνος του λέγει: «Σήκω, αββά μου, να σε ασπασθώ». Και ο Γέροντας
του απάντησε: «Δεν σηκώνομαι, πριν αναχωρήσεις». Και ενώ πολλή ώρα τον
παρακαλούσε, εκείνος δεν σηκώθηκε, έως ότου αναχώρησε ο επισκέπτης.
15. Έλεγαν για κάποιον αδελφό, που ήλθε στη Σκήτη να δει τον αββά Αρσένιο,
ότι πήγε στην εκκλησία και παρακαλούσε τους κληρικούς να συναντήσει τον
αββά. Του είπαν λοιπόν αυτοί: «Αναπαύσου λίγο, αδελφέ, και θα τον
δεις». Αλλά αυτός είπε: «Δεν θα γευθώ τροφή, αν δεν τον συναντήσω».
Έστειλαν λοιπόν κάποιον αδελφό μαζί του να τον πάει στον Γέροντα,
επειδή το κελί του ήταν μακριά. Κτύπησε την πόρτα, μπήκαν μέσα και,
αφού ασπάσθηκαν τον Γέροντα, κάθησαν και έμεναν σιωπηλοί.
Είπε
τότε ο αδελφός της εκκλησίας: «Εγώ ας πηγαίνω, εύχεσθε για μένα». Και
ο φιλοξενούμενος αδελφός, επειδή δεν βρήκε παρρησία κοντά στον Γέροντα,
είπε στον αδελφό: «Έρχομαι και εγώ μαζί σου» και έφυγαν. Τότε τον
παρεκάλεσε ο ξένος και του’ πε: «Πήγαινέ με στον αββά Μωυσή, στον τέως
ληστή». Όταν έφθασαν εκεί, τους υποδέχθηκε εκείνος με πολλή χαρά και,
αφού τους περιποιήθηκε φιλικά, τους ξεπροβόδισε.
Ο
αδελφός τότε που τον είχε οδηγήσει εκεί, τον ρώτησε: «Σε πήγα λοιπόν
σ’ αυτόν που είναι απ’ άλλο τόπο και στον Αιγύπτιο. Ποιος από τους δύο
σου άρεσε;» Του αποκρίθηκε εκείνος: «Μέχρι αυτή τη στιγμή μου άρεσε ο
Αιγύπτιος».
Όταν
τα άκουσε αυτά κάποιος από τους πατέρες, προσευχήθηκε στον Θεό
λέγοντας: «Κύριε, αποκάλυψέ μου την αλήθεια του πράγματος, γιατί ο ένας
αποφεύγει τους ανθρώπους για το όνομά σου και ο άλλος τους αγκαλιάζει
για το όνομά σου». Και να, βλέπει σε οπτασία δύο μεγάλα πλοία μέσα στο
ποτάμι. Στο ένα διακρίνει τον αββά Αρσένιο και μαζί του το Πνεύμα του
Θεού να πλέει σιωπηλά και στο άλλο ήταν ο αββάς Μωυσής και οι άγγελοι
του Θεού που έπλεαν μαζί και τον τάιζαν κηρήθρα.
16. Κάποτε κάποιοι Γέροντες πήγαν στον αββά Αρσένιο και
τον παρεκάλεσαν θερμά να τους μιλήσει για τους ερημίτες μοναχούς, και
μάλιστα γι’ αυτούς που δεν έχουν συναπαντήματα με άλλους ανθρώπους.
Τότε ο Γέροντας είπε: «Όταν η παρθένος μένει στο σπίτι του πατέρα της,
πολλοί ζητούν να τη μνηστευθούν˙ όταν όμως παντρευθεί, δεν αρέσει σε
όλους˙ άλλοι της βρίσκουν ψεγάδια και άλλοι την επαινούν, και δεν
τιμάται, όπως πρώτα, όταν ήταν κρυμμένη. Το ίδιο και με τα θέματα της
ψυχής˙ από τη στιγμή που κοινοποιούνται, δεν μπορούν να ικανοποιήσουν
όλους».
17. Ο αββάς Βιτίμης διηγήθηκε
το εξής: «Κάποτε καθώς κατέβαινα στη Σκήτη, κάποιοι μου έδωσαν λίγα
μήλα, για να τα μεταφέρω στους Γέροντες. Και εγώ κτύπησα την πόρτα του
κελιού του αββά Αχιλλά, για να του τα δώσω. Μου είπε τότε εκείνος:
‘‘Αλήθεια, αδελφέ μου, δεν θα ήθελα τούτη την ώρα να μου κτυπήσεις την
πόρτα, κι αν ακόμη μου μετέφερες το μάννα. Μην πας και σε κανένα άλλο
κελί’’. Εγώ τότε ανεχώρησα για το κελί μου και πρόσφερα τα μήλα στην
εκκλησία».
18. Είπε ο αββάς Διάδοχος:
«Όπως ακριβώς οι πόρτες των λουτρών που ανοιγοκλείνουν συνεχώς,
γρηγορότερα διώχνουν τη ζεστασιά προς τα έξω, το ίδιο και η ψυχή, όταν
επιδιώκει πολύ τη συζήτηση, έστω κι αν καμιά φορά λέει ωφέλιμα πράγματα,
τη θέρμη της τη διασκορπίζει από τη θύρα της φωνής. Ωφέλιμη οπωσδήποτε
η σιωπή την κατάλληλη ώρα, γιατί δεν είναι τίποτε άλλο παρά γεννήτρια
βαθυστόχαστων νοημάτων».
19. Είπε ο αββάς Δουλάς:
«Εάν ο εχθρός μας πιέζει να εγκαταλείψουμε την ησυχία, μην τον
ακούσουμε. Γιατί δεν υπάρχει τίποτε αντίστοιχο να συμμαχήσει εναντίον
του σαν την ησυχία και τη νηστεία. Αυτά τα δύο χαρίζουν οξεία όραση στα
εσωτερικά μάτια».
20. Επίσης
είπε: «Κόβε τις σχέσεις σου με τον πολύ κόσμο, μη σου δημιουργήσουν
περισπασμό στον αγώνα σου εναντίον του εχθρού και σου διαταράξουν την
τάξη της ησυχαστικής σου ζωής».
ΤΟ ΜΕΓΑ ΓΕΡΟΝΤΙΚΟΝ Α΄. ΚΕΦ. Β΄ 11-20
Ι. ΗΣΥΧ. ΓΕΝΕΣΙΟΝ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ, ΠΑΝΟΡΑΜΑ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου