Ο ΚΥΡΙΟΣ ΜΟΥ ΤΑ ΕΔΩΣΕ,Ο ΚΥΡΙΟΣ ΜΟΥ ΤΑ ΠΗΡΕ
Ο ΚΥΡΙΟΣ ΜΟΥ ΤΑ ΕΔΩΣΕ,Ο ΚΥΡΙΟΣ ΜΟΥ ΤΑ ΠΗΡΕ
Αφού, λοιπόν, εμείς δεν ανήκουμε στον εαυτό μας, πώς θα ανήκουν σ' εμάς
όσα ανήκουν σ' Εκείνον; Αν η ψυχή σου δεν είναι δική σου, πώς είναι δικά
σου τα χρήματά σου; Και αν δεν είναι δικά σου, πώς ξοδεύεις άσκοπα ή
άπρεπα αυτά που ανήκουν σε άλλον; Μη λες, "Τα δικά μου ξοδεύω, από τα
δικά μου διασκεδάζω"· γιατί ξοδεύεις και διασκεδάζεις με τα ξένα. Και τα
αποκαλώ ξένα, γιατί ο Θεός θεωρεί δικά σου όσα σου έδωσε, για να τα
μοιράσεις στους φτωχούς. Τότε μόνο τα ξένα γίνονται δικά σου. Αν τα
ξοδέψεις για τον εαυτό σου, τότε τα δικά σου γίνονται ξένα.Δεν βλέπεις
ότι τα σώματά μας τα υπηρετούν τα χέρια; Δεν βλέπεις ότι το στόμα μασάει
την τροφή, πριν τη δεχθεί το στομάχι; Μήπως το στομάχι λέει, "Αφού
δέχτηκα την τροφή, δικαιωματικά τα κατέχω όλα"; Τα μάτια πάλι, μήπως,
επειδή αυτά δέχονται το φως, το κρατάνε μόνο για τον εαυτό τους και δεν
το θέτουν στην υπηρεσία όλου του σώματος; Ή μήπως τα πόδια, επειδή μόνο
αυτά βαδίζουν, τον εαυτό τους μόνο μετακινούν και όχι το σώμα ολόκληρο;
Αλλά και από τους επαγγελματίες, αν θελήσει ο καθένας να μην παραχωρήσει
και σε άλλους την ωφέλεια από το επάγγελμά του, όχι μόνο εκείνους, αλλά
και τον εαυτό του θα ζημιώσει. Ακόμα και οι φτωχοί, αν ήταν τόσο κακοί
όσο εσείς, οι πλούσιοι, που τίποτ' άλλο δεν σκέφτεστε παρά το πως θ'
αυξήσετε τα κέρδη σας, και δεν έδιναν από το υστέρημά τους στους πιο
φτωχούς και αναγκεμένους, γρήγορα θα σας έριχναν κι εσάς στη φτώχεια."Μα
έχασα το μονάκριβο παιδί μου", θα πει ίσως κάποιος, "που πάνω του
στήριζα τόσες ελπίδες".
Και
τί μ' αυτό; Ευχαρίστησε το Θεό, που πήρε το παιδί σου, και τότε δεν θα
είσαι κατώτερος από τον Αβραάμ, που οδήγησε το γιο του Ισαάκ στο βουνό
για να τον θυσιάσει, ύστερ' από θεία εντολή. Όπως εκείνος αγόγγυστα
πρόσφερε το μονάκριβο παιδί του στο Θεό, έτσι πρόσφερέ το κι εσύ, και
δεν θα πάρεις μικρότερη αμοιβή. Μην κλαις, μη βαρυγγωμάς, μην
αναστενάζεις. Πες ό,τι είπε και ο μακάριος Ιώβ, όταν έχασε όλα του τα
παιδιά: «Ο Κύριος μου τα έδωσε, ο Κύριος μου τα πήρε. Όπως φάνηκε καλό
στον Κύριο, έτσι κι έγινε. Ας είναι τ' όνομά Του δοξασμένο παντοτινά»
(Ιώβ 1:21). Έτσι αποστόμωσε και τη γυναίκα του, λέγοντάς της μάλιστα και
τούτα τα λόγια, που προκαλούν το θαυμασμό μας: «Αν δεχτήκαμε από τα
χέρια του Κυρίου τα αγαθά, δεν θα υπομείνουμε και τις συμφορές;» (Ιώβ
2:10). Έτσι να σκέφτεσαι κι εσύ, καθώς μάλιστα το παιδί σου δεν έπεσε
στα χέρια εχθρού ή κακούργου, αλλά πήγε κοντά στο Θεό, που φροντίζει γι'
αυτό περισσότερο από σένα και που γνωρίζει το συμφέρον του καλύτερα από
σένα. Κοίτα πόσα παιδιά, που βρίσκονται στη ζωή, έκαναν μαρτυρική τη
ζωή των γονιών τους."Τα καλά παιδιά δεν τα βλέπεις;", θα με ρωτήσεις.
Και σου απαντώ: Τα βλέπω κι αυτά, η κατάσταση όμως του δικού σου παιδιού
είναι πιο σίγουρη από τη δική τους. Μπορεί τώρα να είναι καλά, το τέλος
τους όμως είναι άγνωστο. Εσύ δεν φοβάσαι πια για το παιδί σου, μήπως
πάθει τίποτα ή μήπως πάρει στραβό δρόμο. Γι' αυτό, σου το ξαναλέω, μη
θρηνείς. Να δοξολογείς μόνο τον Κύριο, όπως έκανε ο Ιώβ."Και πώς να μη
θρηνώ", θα πεις, "που δεν είμαι πια πατέρας;". Τί λόγια είναι τούτα;
Μήπως έχασες το παιδί σου; Μάλλον τώρα το έκανες δικό σου και το έχεις
πιο σίγουρα. Δεν έπαψες να είσαι πατέρας. Είσαι μάλιστα κάτι παραπάνω -
όχι πια πατέρας ενός θνητού πλάσματος, μα ενός αθάνατου όντος! Μη
νομίζεις ότι έχασες πραγματικά το παιδί σου, επειδή δεν είναι κοντά σου.
Όπως
θα συνέχιζε να είναι παιδί σου, αν είχε μεταναστεύσει σε μακρινή χώρα,
έτσι και τώρα, που έφυγε για τον ουρανό. Βλέποντας, λοιπόν, τα μάτια του
κλειστά, το στόμα του άφωνο και το σώμα του ακίνητο, μη σκέφτεσαι:
"Αυτό το στόμα δεν μιλάει πια, αυτά τα μάτια δεν βλέπουν πια, αυτά τα
πόδια δεν βαδίζουν πια". Αλλά να σκέφτεσαι: "Αυτό το στόμα θα πει
καλύτερα λόγια, αυτά τα μάτια θα δουν ωραιότερα πράγματα, αυτά τα πόδια
θα περπατήσουν στον ουρανό, αυτό το σώμα θ’ αναστηθεί άφθαρτο και θα
πάρω πίσω το παιδί μου λαμπρότερο".Αλλά δεν γνωρίζω που πήγε", ίσως θα
μου πεις. Πώς δεν το γνωρίζεις; Είτε θεάρεστα έζησε είτε όχι, είναι
γνωστό που θα πάει. "Γι' αυτό ακριβώς κλαίω", θα εξηγήσεις, "γιατί έφυγε
φορτωμένο με αμαρτίες". Μα κι αν δεν είχε αμαρτίες, μήπως δεν θα
έκλαιγες και δεν θα βαρυγγωμούσες; Τώρα παραπονιέσαι στο Θεό και Του
λες: "Γιατί μου πήρες το παιδί μου γεμάτο αμαρτίες;". Τότε θα Του
έλεγες: "Γιατί μου πήρες ένα τόσο καλό παιδί;". Και στις δυο
περιπτώσεις, όμως, πρέπει να χαίρεσαι. Αν το παιδί ήταν αμαρτωλό, γιατί
έπαψε πια ν' αμαρτάνει και δεν πρόσθεσε μεγαλύτερο βάρος κακίας στην
ψυχή του. Ενώ μάλιστα δεν μπορούσες να το βοηθήσεις όσο ζούσε, γιατί δεν
άκουγε τις συμβουλές σου, τώρα μπορείς να το βοηθήσεις· όχι με δάκρυα
και θρήνους, αλλά με προσευχές και ελεημοσύνες και προσφορές. Αυτά
καθορίστηκαν από τους αγίους αποστόλους όχι τυχαία, αλλά με το φωτισμό
του Αγίου Πνεύματος. Ο ιερέας, μπροστά στο ιερό θυσιαστήριο, όταν τελεί
τα φρικτά Μυστήρια του Χριστού, μνημονεύει όχι μόνο τους ζωντανούς, αλλά
και τους νεκρούς, οπότε οι ψυχές ανακουφίζονται. Και όταν εμείς κάνουμε
γι' αυτούς προσφορές στην εκκλησία ή ελεημοσύνες στους φτωχούς, τους
προξενούμε κάποια παρηγοριά, όσο αμαρτωλοί κι αν ήταν. Αν πάλι το παιδί
σου ήταν καλό και ενάρετο, πολύ περισσότερο δεν πρέπει να λυπάσαι.
Γιατί, όπως ο καθαρός κι ολόλαμπρος ήλιος ανεβαίνει στον ουρανό, έτσι
και η καθαρή ψυχή, που εγκαταλείπει το σώμα, ανεβαίνει ολόλαμπρη, με τη
συνοδεία αγγέλων, στο βασίλειο του Θεού.Δεν είναι κακό, λοιπόν, το να
πεθάνει κανείς. Τότε για ποιο λόγο φοβόμαστε το θάνατο; Γιατί δεν μας
έχει κυριέψει ο έρωτας της ουράνιας βασιλείας, γιατί δεν μας έχει
φλογίσει ο πόθος των μελλοντικών αγαθών.
Αν
είχε συμβεί αυτό, όλα τα αγαθά της γης θα τα περιφρονούσαμε. Όποιος
φοβάται πάντα την κόλαση, δεν θα φοβηθεί ποτέ το θάνατο. Να μην έχετε,
λοιπόν, τη σκέψη μικρού παιδιού, αλλά την ακακία μικρού παιδιού. Τα
μικρά παιδιά φοβούνται τις αγριωπές αλλ' ακίνδυνες μάσκες, δεν φοβούνται
όμως την επικίνδυνη φωτιά. Έτσι, αν τα κρατάει κανείς κοντά σ' ένα
αναμμένο λυχνάρι, χωρίς να το σκεφτούν, ακουμπάνε το χέρι τους στη φλόγα
και καίγονται.Θέλετε να σας πω και άλλη αιτία, για την οποία φοβόμαστε
το θάνατο; Γιατί δεν ζούμε ενάρετη ζωή και δεν έχουμε καθαρή συνείδηση.
Αλλιώς ο θάνατος δεν θα μας τρόμαζε. Απόδειξέ μου ότι θα κληρονομήσω τη
βασιλεία των ουρανών και σφάξε με τώρα κιόλας. Θα σου χρωστάω μάλιστα
και χάρη για τη σφαγή μου, αφού θα με στείλεις γρήγορα σ' εκείνα τα
αγαθά. "Αλλά φοβάμαι να πεθάνω άδικα", ίσως θα μου πεις. Ώστε ήθελες να
πεθάνεις δίκαια; Και ποιός είναι τόσο ταλαίπωρος, που, ενώ μπορεί να
πεθάνει άδικα, προτιμάει να πεθάνει δίκαια; Αν πρέπει να φοβόμαστε
θάνατο, πρέπει να φοβόμαστε εκείνον που μας βρίσκει δίκαια. Όποιος
πεθαίνει άδικα, μοιάζει στους αγίους. Γιατί οι περισσότεροι απ’ αυτούς
που ευαρέστησαν το Θεό, θανατώθηκαν άδικα. Και πρώτος ο Αβελ. Δεν
δολοφονήθηκε γιατί έφταιξε στον Κάιν, αλλά γιατί τίμησε το Θεό. Και ο
Θεός παραχώρησε να γίνει αυτός ο φόνος γιατί αγαπούσε τον Αβελ ή γιατί
τον μισούσε; Ολοφάνερα γιατί τον αγαπούσε και ήθελε να του προσφέρει πιο
λαμπρό στεφάνι, λόγω της άδικης σφαγής του.Βλέπεις που δεν πρέπει να
φοβάσαι μήπως πεθάνεις άδικα, αλλά μήπως πεθάνεις φορτωμένος με
αμαρτίες; Ο Αβελ πέθανε άδικα, μα ο Κάιν πέρασε την υπόλοιπη ζωή του
έχοντας την κατάρα του Θεού, στενάζοντας και τρέμοντας ακατάπαυστα.
Ποιός από τους δύο ήταν πιο μακάριος; Εκείνος που έπαψε να ζει μέσα στη
αρετή ή αυτός που έζησε μέσα στην αμαρτία; Εκείνος που άδικα πέθανε ή
αυτός που δίκαια τιμωρήθηκε;Ας μην κλαίμε, λοιπόν, αδιάκριτα όλους όσοι
πεθαίνουν, αλλά εκείνους που πεθαίνουν έχοντας πολλές αμαρτίες. Σ'
αυτούς πρέπουν τα δάκρυα και οι θρήνοι. Γιατί ποιά ελπίδα έχουν, αφού
δεν είναι πια δυνατό να καθαριστούν από τις αμαρτίες τους; Όσο
βρίσκονταν στην παρούσα ζωή, υπήρχε ελπίδα να μετανοήσουν. Εκεί που
πήγαν, όμως, δεν κερδίζει κανείς τίποτα με τη μετάνοια. Ας τους κλαίμε,
ναι, όχι όμως με τρόπο υστερικό και άπρεπο, όχι τραβώντας τα μαλλιά μας,
ξεσκίζοντας το πρόσωπό μας, ουρλιάζοντας και τσιρίζοντας, αλλά με
σεμνότητα, αφήνοντας τα δάκρυα να κυλούν ήρεμα από τα μάτια μας.
Αυτό
ωφελεί κι εμάς. Γιατί, πενθώντας έτσι τον νεκρό, πολύ περισσότερο θα
προσπαθήσουμε να μην πέσουμε και οι ίδιοι σε παρόμοια αμαρτήματα. Με το
τράβηγμα των μαλλιών και τις κραυγές ο νους σκοτίζεται, ενώ με το ήρεμο
πένθος διατηρεί τη διαύγειά του και μπορεί να φιλοσοφήσει ωφέλιμα γύρω
από το θάνατο.Μ' αυτόν τον τρόπο να φιλοσοφείς όχι μόνο όταν πεθαίνει
κάποιος γνωστός σου, μα κι όταν βλέπεις έναν άγνωστο νεκρό να οδηγείται
με πομπή μέσ' από τους δρόμους στην τελευταία του κατοικία και να
συνοδεύεται από τα ορφανά παιδιά του, τη χήρα γυναίκα του, τους
συγγενείς και τους φίλους του, όλους κλαμένους και συντριμμένους. Να
συλλογίζεσαι τότε πως η ζωή και τα πράγματα του κόσμου τούτου δεν έχουν
καμιάν αξία και καμιά διαφορά από τις σκιές και τα όνειρα.Κοίτα, πόσα
κάστρα και παλάτια βασιλιάδων, ηγεμόνων και αρχόντων είναι σωριασμένα σε
ερείπια! Σκέψου, πόση δύναμη και πόσο πλούτο είχαν κάποτε! Τώρα έχουν
ξεχαστεί και τα ονόματά τους. Λέει η Γραφή: «Πολλοί άρχοντες έχασαν την
εξουσία τους και κάθησαν στο χώμα· κι ένας άσημος, που κανείς δεν
φανταζόταν ότι θα γίνει βασιλιάς, φόρεσε στέμμα» (Σοφ. Σειρ. 11:5).Δεν
σου φτάνουν αυτά; Συλλογίσου τότε, ποιά είναι η αξία σου όταν κοιμάσαι;
Μήπως δεν μπορεί κι ένα ζωύφιο να σε θανατώσει; Ναι, πολλοί πέθαναν έτσι
στον ύπνο τους. Αλήθεια, από μια κλωστή κρέμεται η ζωή μας! Κόβεται η
κλωστή και τελειώνουν όλα.Έτσι να φιλοσοφείς και να μη σαγηνεύεσαι από
την ομορφιά, τα πλούτη, τη δόξα, τις απολαύσεις. Ένα μόνο να σε
απασχολεί: Που τελειώνουν όλα αυτά. Θαυμάζεις όσα βλέπεις εδώ στη γη;
Πιο αξιοθαύμαστα, όμως, είναι εκείνα που αναφέρονται στις άγιες
Γραφές.Δείξε μου έναν αγέρωχο άρχοντα ή έναν λαμπροντυμένο πλούσιο, όταν
ψήνεται από τον πυρετό, όταν ψυχομαχεί, και τότε θα σε ρωτήσω: "Πού
είναι εκείνος, που περνούσε από την αγορά καμαρωτός και περήφανος με
ακολούθους και σωματοφύλακες; Πού είναι εκείνος, που φορούσε πανάκριβα
ρούχα; Πού είναι η χλιδή της ζωής του, η πολυτέλεια των συμποσίων του,
οι υπηρέτες, οι παρατρεχάμενοι, τα γέλια, οι ανέσεις, οι σπατάλες; Όλα
έφυγαν και πέταξαν. Τί απέγινε το σώμα, που απολάμβανε τόση ηδονή;
Πλησίασε στον τάφο και κοίτα τη σκόνη, τη σαπίλα, τα σκουλήκια. Κοίτα
και στέναξε πικρά. Και μακάρι το κακό να περιοριζόταν σε τούτη τη σκόνη,
που βλέπεις. Από τον τάφο και τα σκουλήκια φέρε τη σκέψη σου στο
ακοίμητο σκουλήκι της άλλης ζωής, στο τρίξιμο των δοντιών, στο αιώνιο
σκοτάδι, στην άσβεστη φωτιά, στις πικρές και αφόρητες εκείνες τιμωρίες,
που δεν θα έχουν τέλος.
Εδώ,
στη γη, και τα καλά και τα κακά κάποτε, αργά ή γρήγορα, τελειώνουν
εκεί, όμως, και τα δύο διαρκούν αιώνια. Και διαφέρουν ως προς την
ποιότητα από τα καλά και τα κακά του κόσμου τούτου τόσο, που δεν είναι
δυνατό να εκφράσει κανείς με λόγια.Τί έγιναν, λοιπόν, όλα εκείνα τα
μεγαλεία; Τί έγιναν τα χρήματα και τα κτήματα; Ποιός άνεμος φύσηξε και
τα πήρε και τα σκόρπισε; Τί θέλει, πάλι, κι αυτή η ανώφελη δαπάνη για
την κηδεία, που και τον νεκρό δεν ωφελεί και τους οικείους του ζημιώνει;
Ο Χριστός αναστήθηκε γυμνός από τον τάφο. Ας μη γίνεται, λοιπόν, η
κηδεία αφορμή ικανοποιήσεως της μανίας μας για επίδειξη. Ο Κύριος είπε:
«Πείνασα και μου δώσατε να φάω· δίψασα και μου δώσατε να πιω· ήμουνα
γυμνός και με ντύσατε» (Ματθ. 25:35-36). Όμως δεν είπε: «Ήμουνα νεκρός
και με θάψατε». Γιατί, αν μας παραγγέλλει να μην έχουμε τίποτα
περισσότερο από ένα σκέπασμα, όταν ζούμε, πολύ περισσότερο όταν
πεθάνουμε. Ποιάν απολογία θα δώσουμε στο Θεό, λοιπόν, όταν ξοδεύουμε
τεράστια ποσά για να κηδέψουμε ένα νεκρό σώμα, τη στιγμή που ο Χριστός,
με τη μορφή των φτωχών συνανθρώπων μας, τριγυρνάει πεινασμένος και
γυμνός, κι εμείς αδιαφορούμε γι' αυτό;Όλα όσα σας λέω, βέβαια, είναι
ανώφελα για κείνους που έχουν ήδη πεθάνει. Ας τ' ακούσουν, όμως, οι
ζωντανοί και ας συνέλθουν, ας λογικευτούν, ας διορθωθούν. Όπου νά 'ναι
θα έρθει και η δική τους ώρα. Δεν θ' αργήσουν να βρεθούν κι αυτοί, δεν
θ' αργήσουμε να βρεθούμε όλοι μας, μπροστά στο φοβερό Κριτήριο, όπου θα
δώσουμε λόγο για τις πράξεις μας. Ας αγωνιστούμε, λοιπόν, να γίνουμε
καλύτεροι, εγκαταλείποντας την αμαρτία και ακολουθώντας την αρετή, για
να μη χάσουμε τη βασιλεία των ουρανών, για ν' αποκτήσουμε τα άφθαρτα
αγαθά, που έχει ετοιμάσει για μας ο φιλάνθρωπος Κύριος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου