Ἡ προστασία τῆς Παναγίας
Ὁ βίος τοῦ Ὁσίου Νήφωνος Ἐπισκόπου Κωνσταντιανῆς τῆς κατ’ Ἀλεξάνδρειαν
Κάποια μέρα, καθώς ἀντλοῦσε νερό ἀπό ἕνα πηγάδι, γλίστρησε, ἀπό δαιμονική ἐνέργεια, κι ἄρχισε νά κατρακυλάει μέσα! Θά σκοτωνόταν σίγουρα... Μά καθώς ἔπεφτε, κρατώντας στά χέρια καί τό σκαμνί, φώναξε μ’ ὅλη τή δύναμη:
-Παναγία Δέσποινα, βοήθησέ με!
Τήν ἴδια στιγμή βρέθηκε ὄρθιος ἔξω ἀπό τό πηγάδι.
Ἀπό τότε βεβαιώθηκε πώς ἡ Θεοτόκος τόν προστάτευε παντοῦ καί πάντοτε, γι’ αὐτό καί τ’ ὄνομά της τό ἅγιο δέν ἔλειπε ἀπό τό στόμα του.
Κάποτε ἀρρώστησε βαριά. Ὁ καιρός περνοῦσε, μά δέν καλυτέρευε. Κι ὅμως, δέν ἀπελπιζόταν καί δέν βαρυγγωμοῦσε. Μόνο ἔλεγε καί ξανάλεγε:
-Δόξα τῷ Θεῷ!.... Δόξα τῷ Θεῷ!...
Στίς προσευχές του πάντως καλοῦσε ἱκετευτικά τήν Ὑπεραγία Θεοτόκο σέ βοήθειά του.
Ἦρθε ἡ μεγάλη ἑορτή τῆς Ἀναστάσεως κι αὐτός βρισκόταν ἀκόμη ἄρρωστος στό κρεβάτι. Πέρασε ἡ Κυριακή τῶν Ἀρτοκλασιῶν*, πέρασε καί ἡ Κυριακή τῶν Μυροφόρων, μά ἡ κατάσταση του παρέμενε στάσιμη...
Ἔφτασε ἡ Δευτέρα πρίν τή Μεσοπεντηκοστή. Ξαπλωμένος στό κρεβάτι τοῦ πόνου, δόξαζε ὅπως πάντα τό Θεό. Μέσα του ὅμως θέριεψε ὁ πόθος νά κοινωνήσει ἀνήμερα τῆς Μεσοπεντηκοστῆς. Σέ μιά στιγμή λοιπόν σήκωσε ψηλά τά μάτια, ἀναστέναξε βαθιά καί εἶπε:
-Κύριε ὁ Θεός μου,
Ἐσύ πού κάνεις θαύματα,
Ἐσύ, ὁ μοναδικός Θεός,
σήκωσέ με ἀπό τούτη τήν ἀρρώστια,
γιά ν’ ἀξιωθῶ κι ἐγώ νά κοινωνήσω
τά ἅγια Σου Μυστήρια.
Γιατί πολύ τό πόθησε ἡ ψυχή μου
ἀπ’ τήν ἄχραντη Σάρκα Σου νά χορτάσει
κι ἀπ’ τό τιμίο Αἷμα Σου νά ξεδιψάσει.
Δυό δάκρυα κύλησαν στά μάγουλά του.
Σώπασε ἀποκοιμήθηκε.
Βλέπει τότε σέ ὄνειρο δυό γυναῖκες σεμνές, μέ ποδήρεις χιτῶνες, σάν τίς μυροφόρες, νά πλησιάζουν στό κρεβάτι του. Ἡ μία, πού πήγαινε μπροστά, ἦταν πορφυροντυμένη καί κρατοῦσε ἕνα λιόκλαδο. Ἡ ἄλλη, πού τήν ἀκολουθοῦσε, ἦταν ντυμένη πιό ἁπλά καί βάσταγε στό ἕνα χέρι μπουκαλάκι μέ ἁγίασμα καί στό ἄλλο παπύρους ποτισμένους μέ ἅγιο ἔλαιο.
Σάν ἔφτασαν μπροστά του, γυρίζει ἡ πρώτη καί λέει στή δεύτερη:
-Ἀναστασία, κάνε τή διάγνωση. Ἀπό τί ὑποφέρει ὁ νέος;
-Αὐτός, Κυρία μου, ἔχει ἀρρωστήσει ἐξαιτίας τῆς γλώσσας του. Ὅταν ἦταν καλά, ἡ ἀθυροστομία καί ἡ ματαιλογία του δέν εἶχαν ὅρια. Γι’ αὐτό λοιπόν τώρα, σύμφωνα μέ τή δικαιοκρατία τοῦ Θεοῦ, παιδεύεται μέ τήν ἀρρώστια ἐδῶ, «ἵνα μή συν τῷ κόσμῳ κατακριθῇ»8 στήν ἄλλη ζωή. Τόν τιμωρεῖ παιδαγωγικά ὁ Θεός, ἐπειδή τόν ἀγαπάει πολύ. Ἐσύ ὅμως, Κυρία μου, ἄν θέλεις νά τόν ἐλεήσεις, κάνε το καί μήν ἀργοπορεῖς.
Ἡ ἄλλη τόν ἔπιασε ἀπό τό χέρι καί δέν τόν ἄφησε, ὥσπου ἦρθαν σ’ ἕνα τεράστιο ναό, ἀφιερωμένο στούς Ἁγίους Ἀποστόλους.
Τότε λέει ἡ πορφυροντυμένη στήν ἄλλη:
-Βγάλε του ὅλα τά ροῦχα καί στῆσε τον γυμνό μπροστά στό ἅγιο Βῆμα.
Ὅταν ἡ προσταγή της ἐκτελέστηκε, ξαναλέει:
-Μπές στό Ἱερό καί φέρε μου τό ἀκοίμητο καντήλι, πού καίει πάν στό ἅγιο θυσιαστήριο.
Ἡ γυναίκα τό ἔκανε πρόθυμα κι αὐτό.
-Σήκωσε τώρα τά μανίκια σου, καί ἄλειψέ τον μέ λάδι ἀπ’ τό κεφάλι ὥς τά πόδια.
Ἀμέσως ἐκείνη ἔχυσε πάνω στό Νήφωνα τό λάδι τοῦ καντηλιοῦ καί τό ἅπλωσε μέ τά χέρια της σ’ ὅλο του τό σῶμα. Ἔπειτα τόν ἔντυσε πάλι μέ τά ροῦχα του.
-Νά, Δέσποινά μου, ἔκανα ὅ,τι μέ πρόσταξες.
-Τοῦτος ἐδῶ εἶναι ἄνθρωπος ἐλεημοσύνης, εἶπε ἐκείνη χαμογελώντας. Γι’ αὐτό κι ἐμεῖς τόν ἐλεήσαμε. Ἄς εἶναι ἀπό τώρα ὑγιής.
Στράφηκε κατόπιν στό Νήφωνα καί τοῦ πρόσφερε τό κλαδί τῆς ἐλιᾶς, πού κρατοῦσε ὥς τότε.
-Συλλογίσου καλά τήν εὐεγερσία, πού ἀξιώθηκες. Ποτέ μήν τήν ξεχάσεις. Καί τοῦτο τό κλαδί, πού σοῦ δίνω, εἶναι σημάδι καί ἔνδειξη τῆς εὐεγερσία αὐτῆς. Σήμερα ξεχύθηκε πάνω σου τό ἔλεος τοῦ πανάγαθοῦ Θεοῦ. Ἀπό τώρα θά βρίσκεσαι σέ πόλεμο. Θ’ ἀγωνίζεσαι ἐναντίον τῶν δαιμόνων καί θά τούς συντρίβεις σάν τό χορτάρι τίς καλαμιές.
Ὁ Νήφων ἔπεσε στά πόδια της καί τήν προσκύνησε. Μά παρευθύς ξύπνησε...
Ἦταν συνεπαρμένος ἀπό τό ὄνειρο. Ἡ Παναγία! Ἡ ἁγία Ἀναστασία ἡ Φαρμακολύτρια! Τόν εἶχαν ἐπισκεφθεῖ, σταλμένες ἀπό τόν Κύριο!
Ἀμέσως ἔνιωσε θαυμάσια. Δυνατός καί ὑγιής.
Τήν ἄλλη μέρα σηκώθηκε, ἔφαγε μέ ὄρεξη καί περπάτησε ἄνετα μέσα στό σπίτι.
Τήν ἡμέρα τῆς Μεσοπεντηκοστῆς πῆγε στήν ἐκκλησία. Ἔνιωθε βαθειά κατάνυξη καί πνευματική θέρμη.
Μόλις μπῆκε στό ναό, μιά ὑπερκόσμια, ἄρρητη εὐωδία τόν τύλιξε καί τόν γέμισε γλυκύτητα καί χαρά.
Στάθηκε ἀντίκρυ στό Ἱερό. Ἀπό τά χείλη του βγῆκαν αὐθόρμητα λόγια εὐχαριστίας στόν πανάγαθο καί πολυεύσπλαχνο Θεό:
-Δοξασμένος νά ’σαι, ἅγια, τρισάγιε,
ὑπερουράνιε καί παντοκράτορα Θεέ,
πού μ’ ἄκουσες, τόν ἀμαρτωλό,
καί τήν ὑγεία μοῦ χάρισες
τοῦ σώματος καί τῆς ψυχῆς.
Καί τώρα, Κύριέ μου Ἰησοῦ Χριστέ,
νά μεταλάβω ἀξίωσέ με
τά φρικτά Σου καί ἀθάνατα
καί ζωοποιά μυστήρια,
γιά ν’ ἀφεθοῦν οἱ ἁμαρτίες μου,
νά ξανανιώσει ἡ ψυχή μου....
Ἔμεινε ἐκεῖ, βυθισμένος στήν προσευχή, ὥσπου κοινώνησε κι ἔνιωσε αἰσθητά τήν παρουσία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, γεμίζοντας μέ οὐράνια γλυκύτητα.
Ἕνας Ἀσκητής Ἐπίσκοπος
Ὅσιος Νήφων Ἐπίσκοπος Κωνσταντιανῆς
(σελ.31-35)
Ἱερὰ Μονή Παρακλήτου
Ὠρωπος Ἀττικῆς 2004
8 Ὀκτωβρίου 2013
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου