ΑΓΙΟΥ ΑΜΒΡΟΣΙΟΥ ΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΜΕΔΙΟΛΑΝΩΝ "Περί τοῦ Παραδείσου" Κεφάλαιον Ε'
Τοῦ ἁγίου Ἀμβροσίου, ἐπισκόπου Μεδιολάνων
"Περί τοῦ Παραδείσου"
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΑΠΟ ΤΑ ΛΑΤΙΝΙΚΑ
ΧΡΙΣΤΟΣ ΒΑΣΙΛΕΙΑΔΗΣ
ΘΕΟΛΟΓΟΣ-ΦΙΛΟΛΟΓΟΣ
Κεφάλαιον Ε '
Ἐρευνᾶται ἡ ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ περὶ τοῦ μὴ φαγεῖν ἐκ τοῦ
δένδρου τῆς γνώσεως τοῦ καλοῦ καὶ τοῦ κακοῦ καὶ ἐπιλύονται
οἱ ἀνακύπτουσες γύρω ἀπ' αὐτὸ δυσκολίες.
26.
"Καὶ ἔδωσεν ὁ Θεὸς στὸν Ἀδὰμ ἐντολὴ λέγων: Ἀπὸ ὅλα τὰ δένδρα τὰ ὁποῖα
βρίσκονται στὸν παράδεισον πρὸς βρῶσιν, θὰ φᾶς: ἀπὸ τὸ δένδρον ὅμως τῆς
γνώσεως τοῦ καλοῦ καὶ τοῦ κακοῦ, δὲν θὰ φᾶτε. Τὴν ἡμέρα δὲ ποὺ τυχὸν
φᾶτε ἀπ' αὐτό, θὰ πεθάνετε μὲ θάνατον (Γεν. β', 16 κ' 17). Δὲν εἶναι
τυχαῖον τὸ ἐρώτημα γιὰ ποιὸ λόγον, ἐκεῖ ὅπου ἐντέλλεται περὶ βρώσεως ἐκ
παντὸς δένδρου, ἔχει πεῖ στὸν ἑνικὸν ἀριθμόν, "θὰ φᾶς"· ὅπου ὅμως
(ἐντέλλεται) περὶ τοῦ δένδρου τῆς γνώσεως τοῦ καλοῦ καὶ τοῦ κακοῦ,
(λέγει) στὸν πληθυντικὸν ἀριθμό, "δὲν θὰ φᾶτε": Ἐὰν μὲ ἐπιμέλειαν δώσῃς
προσοχήν, εἶναι δυνατὸν νὰ ἀπαντηθῇ (τὸ ἐρώτημα αὐτὸ) διὰ τῆς αὐθεντίας
τῶν Γραφῶν. Διότι, αὐτὸ ποὺ εἶναι καλόν, αὐτὸ καὶ πρέπει νὰ κάνωμεν:
ὅ,τι δὲ καλὸν, εἶναι καὶ χωριστόν, καὶ πρακτέον, σύμφωνον καὶ συμβατόν:
ὅ,τι ὅμως αἰσχρόν, αὐτὸ καὶ ἀσύμφωνον καὶ ἀσύμβατον καὶ χωριστὸν εἶναι.
Καὶ γι' αὐτὸ ὁ Κύριος ἐπιδιώκων πάντοτε τὴν ἑνότητα, σύμφωνα μὲ τὴν
ἑνότητα ἔδωσεν ἐντολήν. Τελικὰ τὴν ἑνότητα ἐργάζεται ὅποιος ἔκανε ἐξ
ἀμφοτέρων ἕν. Ὄχι μόνον ἀμφότερα ἀλλὰ ὅλος ἕνα. Διότι διέταξεν νὰ εἴμεθα
ὅλοι ἕνα σῶμα καὶ ἕνα πνεῦμα. Δι' ὅλων δὲ ὁ πρωτότοκος, ἐπειδὴ
εὑρίσκεται ἐν ἐνότητι μετὰ τοῦ Πατρός, πάντοτε εἶναι συνημμένος μετὰ τοῦ
Πατρός: ἐπειδὴ ὁ Λόγος "ἦν πρὸς τὸ Θεόν". Τέλος λέγει: Ἐγὼ καὶ ὁ Πατὴρ
εἴμεθα ἕν (Ἰω. ι', 30)· ἵνα δείξη ὅτι εἶναι ἡ ἑνότητα τῆς μεγαλειότητος
καὶ τῆς θεότητός του μετὰ τοῦ Πατρός. Ἀλλὰ ἐντέλλεται νὰ εἴμεθα καὶ
ἐμεῖς ἕν, καὶ μετάγγισε σὲ μᾶς τὴν ὁμοίωσιν τῆς δικῆς του φύσεως καὶ
ἑνότητος διὰ τῆς υἱοθεσίας τῆς χάριτος, λέγων: "Πάτερ, ὅπως ἐγὼ καὶ σὺ
εἴμαστε ἕν, οὕτω καὶ αὐτοὶ νὰ εἶναι ἕν μὲ ἐμᾶς (Ἰω. ιζ', 22). Λοιπόν,
ὅπου διέταξεν τὸ καλὸν, σὰν πρὸς ἕνα τὸ διέταξε, λέγων, "θὰ φάγῃς".
Διότι ἡ ἑνότης δὲν μπορεῖ νὰ γίνῃ παραβάτης. Ὅπου ὅμως λέγει ὅτι δὲν
πρέπει νὰ γευθοῦν ἐκ τοῦ δένδρου τῆς γνώσεως τοῦ καλοῦ καὶ τοῦ κακοῦ,
σὰν πρὸς πολλούς, λέγει, "δὲν θὰ φάγητε". Διότι ὅ,τι εἶναι
ἀπηγορευμένον, ὡς πρὸς πολλοὺς δίδεται ἡ (ἀπαγορευτικὴ) διαταγὴ. Ἐγὼ
ὅμως ἄλλο νομίζω, καὶ βγάζω ἤδη ἀπ' τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ τὶ θὰ συμβῇ. Εἰς
μόνον τὸν Ἀδὰμ ἐνετείλατο ὅτι ἐπιτρέπεται νὰ γευθῇ ἀπὸ ὅλα τὰ δένδρα,
(τὸν Ἀδάμ) γιὰ τὸν ὁποῖον ἤξερεν ὅτι θὰ (τὸ) τηρήσῃ: περὶ δὲ τοῦ δένδρου
τῆς γνώσεως τοῦ καλοῦ καὶ τοῦ κακοῦ, ὅτι δὲν πρέπει νὰ γευθοῦν, τὸ
λέγει (ὁ Θεὸς) ἤδη ὄχι κατ' ἑνικὸν ἀλλὰ εἰς πληθυντικὸν (ἀριθμόν). Διότι
ἐγνώριζεν ὅτι ἡ γυναῖκα θὰ κάνῃ παράβασιν καὶ γι' αὐτὸ διὰ τοῦ
πληθυντικοῦ ἔδειξεν ὅτι δὲν θὰ τηρήσουν (τὴν ἐντολή), διότι ἡ γνώμη τῶν
πολλῶν εἶναι διαφορετικὴ (μεταξύ τους).
27.
Καὶ ὅσον ἀφορᾶ μὲν τὴ γνώμην τῶν Ἑβδομήκοντα (ἑρμηνευτῶν) ἀνδρῶν,
ἐπελύθη τὸ ἀνακινηθὲν (ζήτημα). Ἀλλ' ὅτι ὁ Σύμμαχος ἀμφότερα εἰς ἑνικὸν
ἀριθμὸν μετέφρασεν, κατανοοῦμεν ὅτι αὐτὸ συνεπέρανεν, ἐπειδὴ καὶ ἐν τῷ
νόμῳ, ὅταν ὁ Θεὸς ὁμιλεῖ πρὸς τὸ λαόν, κατὰ ἑνικὸν (ἀριθμὸν) διαλέγεται,
ὅπως ἔχεις τὸ: "Ἄκουε Ἰσραήλ, Κύριος ὁ Θεός σου, ὁ Θεὸς εἶναι εἷς"
(Δευτ. στ', 4). Οὔτε νὰ μὲ προκαταλαμβάνη ἡ μετάφρασις τοῦ Συμμάχου, ὁ
ὁποῖος δὲν μπόρεσε νὰ δῆ τὴν ἑνότητα τοῦ Πατρὸς καὶ Υἱοῦ· καὶ ἄν ἐνίοτε
ἐν τῷ λόγῳ καὶ ὁ Ἀκίλας καὶ ὁ ἴδιος ὡμολόγησεν. Οὔτε καὶ κάποιος νὰ
νομίζῃ περὶ τοῦ ὅτι καθ' ἑνικὸν δίδει (ὁ Θεὸς) τὶς θεῖες ἐντολὲς πρὸς
τὸν λαὸν ποὺ θὰ τὶς παραβῇ, ὅτι (αὐτὸ) ἀντιτίθεται στὸ μυστικὸν τρόπον
(τὸν καὶ ἀνώτερον) τῆς ὁμιλίας μας· διότι ὁ λαὸς τῶν Ἰουδαίων παρεβίασε
τὰ παραγγέλματα τὰ δοθέντα καὶ καθ' ἑνικὸν (ἀριθμόν). Διότι ὁ νόμος
εἶναι πνευματικός: καὶ γι' αὐτὸ ἄλλο μὲ τὸ λόγον, ἄλλο μὲ τὸν
προορισμόν, ὁ Θεὸς διαλεγόταν μὲ τὸ λαὸν μὲ θεϊκὸ χρησμόν. Τελικὰ λέγει:
"Δὲν θέλεις ψήσει ἀμνὸν ἐν τῷ γάλακτι τῆς μητρὸς αὐτοῦ" (Ἐξ. λδ', 26).
28.
Ἐντεῦθεν φαίνεται εὔκολη ἡ σειρὰ τῶν οὐρανίων ἐντολῶν: ἐὰν δὲν
ἀνακινοῦσαν τὸ ζήτημα πλεῖστοι, στοὺς ὁποίους ἐμεῖς πρέπει νὰ δώσωμεν
ἀπάντησιν. Ἄς μὴ δίνουν οἱ ἁπλοϊκοὶ νόες κακὴ μετάφρασιν. Διότι πολλοὶ
τῶν ὁποίων αἴτιος εἶναι ὁ Ἀπελλῆς, ὅπως μπορεῖς νὰ δῆς στὸν τριακοστὸν
ὄγδοον τόμον του, προτείνουν τὰ ἑξῆς ἐρωτήματα: Πῶς τὸ δένδρον τῆς ζωῆς
φαίνεται νὰ δίδῃ περισσότερην ζωήν, ἀπ' ὅ,τι τὸ φύσημα τοῦ Θεοῦ; Ἔπειτα,
ἐὰν ὁ Θεὸς δὲν ἔκανε τέλειον τὸν ἄνθρωπον· ὁ καθένας δὲ διὰ τῆς δικῆς
του ἐξυπνάδας τὴν δικήν του τελειότητα τῆς ἀρετῆς ἀποκτᾶ γιὰ λογαριασμόν
του: δὲν φαίνεται ὅτι ὁ ἄνθρωπος περισσότερον διὰ τὸν ἑαυτόν του
ἀποκτᾶ, ἀπ' ὅ,τι τοῦ προσέφερεν ὁ Θεός; Τρίτον προβάλλουν τό: Καὶ ἐὰν ὁ
ἄνθρωπος δὲν εἶχε γευθῇ τὸ θάνατον, δὲν θὰ μποροῦσε νὰ τὸν γνωρίζῃ σὰν
κάτι ποὺ δὲν θὰ τὸ εἶχε γευθῇ. Λοιπὸν ἐὰν δὲν θὰ τὸ εἶχε γευθῇ, θὰ τὸ
ἀγνοοῦσεν: ἐὰν τὸ ἀγνοοῦσε, δὲν θὰ μποροῦσε νὰ τὸ φοβηθῇ. Εἰς μάτην
λοιπὸν ὁ Θεὸς πρόβαλεν ὡς φόβητρον τὸ θάνατον, τὸν ὁποῖον οἱ ἄνθρωποι
δὲν ἐφοβοῦντο.
29.
Ἄς μάθωμε, λοιπόν, ὅτι ἐκεῖ εἶχεν φυτεύσει ὁ Θεὸς τὸ δένδρον τῆς ζωῆς,
ὅπου καὶ τὸ δένδρον τῆς γνώσεως τοῦ καλοῦ καὶ τοῦ κακοῦ. Διότι ἔχεις (ὡς
δεδομένον) ὅτι ἐφύτευσεν τὸ δένδρον τῆς ζωῆς "ἐν μέσῳ τοῦ παραδείσου".
Διότι ἐμεῖς μὲ τὸ ἑλληνικὸν "ἐν μέσῳ" ἀντιλαμβανόμεθα αὐτὸ ποὺ in medio
ἐδημιούργησεν. Ἑπομένως ἐν τῷ μέσῳ τοῦ παραδείσου καὶ ἡ ζωὴ βρισκόταν
καὶ ἡ αἰτία τοῦ θανάτου. Νὰ κατανοήσῃς ὅτι δὲν ἔκανε ὁ ἄνθρωπος τὴν
ζωὴν, ἀλλ' ὅτι ἦταν δυνατὸν νὰ τὴν ἀνακαλύψῃ εἴτε διὰ τοῦ ἐργάζεσθαι
εἴτε διὰ τοῦ φυλάσσειν τὰς ἐντολὰς τοῦ Θεοῦ. Ὅπως εἶπε δὲ ὁ Ἀπόστολος, ἡ
"ζωὴ ἦταν ἀποκεκρυμμένη μετὰ τοῦ Χριστοῦ ἐν τῷ Θεῷ" (Κολ. γ', 3). Ὁ
ἄνθρωπος, λοιπόν, εἴτε βρισκόταν στὴν σκιὰν τῆς ζωῆς ἐξ αἰτίας τῆς
μέλλουσας ζωῆς, ἐπειδὴ σκιὰ εἶναι ἡ τωρινὴ ἐπίγεια ζωή μας εἴτε εἶχεν
κάποιον ἐνέχυρον ζωῆς, ἐπειδὴ εἶχεν τὴν πνοὴ τοῦ Θεοῦ. Εἶχε, λοιπόν, τὸ
ἐνέχυρον τῆς ἀθανασίας: ἀλλὰ τοποθετηθεὶς εἰς τὴν σκιὰν τῆς ζωῆς τὴν
ἀποκεκρυμμένην μετὰ τοῦ Χριστοῦ ζωὴν ἐν τῷ Θεῷ δὲν μποροῦσε νὰ δῇ καὶ νὰ
ψαύσῃ μὲ κοινὴν ἁφὴν καὶ ὅρασιν: καὶ ἐὰν δὲν ἦταν ἀκόμη ἁμαρτωλός, δὲν
εἶχεν ὅμως καὶ ἄφθορην εἴτε ἀναλλοίωτη φύσιν: ἔτσι ὥστε οὐδόλως μέχρι
στιγμῆς νὰ εἶναι ἁμαρτωλός, αὐτὸς ποὺ (μόνο) μετὰ ταῦτα θὰ ἔπεφτε ἕνεκα
ἁμαρτίας.
Τελικὰ
βρισκόταν στὴν σκιὰν τῆς ζωῆς: ὅσοι εἶναι δὲ ἁμαρτωλοὶ βρίσκονται στὴν
σκιὰν τοῦ θανάτου. Διότι, ὅπως διδάσκει ὁ Ἡσαΐας (Ἡσ. θ', 2), ὁ
ἁμαρτωλὸς λαὸς ἐκάθητο ἐν σκιᾷ θανάτου, τοῦ ὁποίου (λαοῦ) τὸ φῶς
ἀνέτειλεν διὰ τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ, ὄχι διὰ τῆς ἀξίας τῆς δικῆς του
ἀρετῆς. Λοιπόν, καμία διάκρισις μεταξὺ τῆς πνοῆς τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς
βρώσεως τοῦ ξύλου τῆς ζωῆς. Οὔτε κανεὶς μπορεῖ νὰ πῇ ὅτι ὁ ἄνθρωπος
περισσότερον γιὰ τὸν ἑαυτόν του μποροῦσε νὰ ἀποκτήσῃ, ἀπ' ὅ,τι τοῦ
προσεφέρθη ὑπὸ τῆς θείας γενναιοδωρίας. Εἴθε νὰ μπορῶμε νὰ διατηρήσωμεν
αὐτὸ ποὺ παρελάβομεν. Διότι καὶ ὁ κόπος μας φθάνει στὸ νὰ ξαναλάβωμεν
ὅσα μᾶς εἶχαν δωρηθῇ. Τρίτον ἐκεῖνο τὸ προταθέν, ὅτι ὁ μὴ γευσάμενος
θανάτου, δὲν ἠδύνατο νὰ φοβῆται τὸ θάνατον, ἔχει εὔκολην τὴ λύσιν ἐκ τῆς
χρήσεως τῆς κοινῆς φύσεως. Διότι ὑπάρχει ἡ φύσις, τὸ ἔνστικτον εἰς ὅλα
τὰ ζῶα, ὥστε καὶ αὐτὰ ποὺ ἀκόμη δὲν ἔχουν τὴν ἐμπειρίαν τοῦ νὰ ἔχουν
ὑποστῇ βλάβην, φοβοῦνται (κάποια ἄλλα) σὰν βλαβερὰ. Διότι πόθεν ὁ φόβος
τῆς περιστερᾶς ἐπὶ τῇ ἐμφανίσει τοῦ γερακιοῦ; Πόθεν οἱ λύκοι προκαλοῦν
φόβον στὰ πρόβατα καὶ οἱ ἰκτῖνοι στοὺς νεοσσοὺς τῶν ὀρνίθων; Διότι ἐὰν
ὑπάρχῃ ἕνας μέγας φυσικὸς φόβος στὰ ἄλογα ζῶα γιὰ ἄλλου γένους ζῶα, γιὰ
νὰ λαμβάνουν δυνατὴ αἴσθησιν ἄν καὶ ἄλογα, πρὸς ἀποφυγὴν τοῦ θανάτου:
πόσο μᾶλλον ὤφειλε νὰ ὑπάρχῃ ἐν τῷ πρώτῳ ἀνθρώπῳ τῆς λογικῆς, κατὰ
τρόπον πληρέστατον, μιὰ κάποια φυσικὴ ἀντιληπτικὴ ἱκανότητα ἀκριβῶς πρὸς
ἀποφυγὴν τοῦ θανάτου.
Ἀπαγορεύεται η ἀναδημοσίευση, ἡ ἀναπαραγωγή, ὁλική, μερική, περιληπτική, κατά παράφραση ἤ διασκευή ἀπόδοση του κειμένου γιά ἐμπορικούς ἠ κερδοσκοπικούς λόγους.
Τά δικαιώματα αὐτά ἀνήκουν ἐξ ὁλοκλήρου στόν συγγραφέα
κ.Χρίστο Βασιλειάδη.
|
Αντιαιρετικόν Εγκόλπιον www.egolpion.com
9 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 2012
Read more: http://www.egolpion.com/paradeisou_e.el.aspx#ixzz2idhf5bvA
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου