Η θεολογική διαμάχη
Ευνομίου-Μεγάλου Βασιλείου: Μία φιλοσοφική προσέγγιση [The theological dispute
between |Eunomius and Basil the Great: A philosophical approach]more
Το ερευνητικό εγχείρημα το οποίο αναλαμβάνουμε και υπό την ακροβασίαενός διακυβεύματος να εντάξουμε σε
εννοιολογικά περιγράμματα στη συνέχεια, θαθέσει
ως ειδικό στόχο να προσεγγίσει το ανωτέρω ζήτημα μέσα από μία ειδικήθεώρηση, η
οποία έχει απασχολήσει ιδιαίτερα τον φιλοσοφικό στοχασμό στηνιστορική ανάπτυξή
του. Θα ασχοληθούμε με τη βασική έννοια της διαμάχης,δηλαδή την
επίνοια
,
3
και θα την αναδείξουμε μέσα από την οντολογική-γνωσιολογική
αντίθεση ρεαλισμού-ιδεαλισμού. Υπό μία γενική θεώρηση, ορεαλισμός υποστηρίζει ότι η
εξωτερική πραγματικότητα συνιστά το μόνο αυθεντικόαντικειμενικό δεδομένο και
επιβάλλει τις σταθερές της στον ανθρώπινο στοχασμό,ο οποίος καλείται να προσαρμόσει, ει δυνατόν, απολύτως τις μεθόδους που
θαεπιλέξει και τα εννοιολογικά μορφώματα στα οποία θα καταλήξει στο
περιεχόμενότης και στην κινητικότητά της, στο είναι και στο φαίνεσθαι της
παρουσίας της. Απότην άλλη, ο ιδεαλισμός
στηρίζεται στη θέση περί ενός a priori εννοιολογικούθεμελίου της ανθρώπινης συνείδησης, το οποίο
καθορίζει και το περιεχόμενο τωνεξωτερικών
αντικειμένων, στα οποία κατά κάποιο τρόπο θέτει κατηγοριακούςεπικαθορισμούς, υπό την αδιαμφισβήτητη αντίληψη
ότι τα ίδια σχεδόν δενσυμμετέχουν στη διαμόρφωση του επιστημονικού
προϊόντος. Πρόκειται δηλαδή γιαένα ζήτημα
που αφετηριακά στηρίζεται σε οντολογικές (ανεξαρτησία ή μη τού‘είναι’
από το πώς ερευνητικά προσεγγίζεται από τη συνείδηση) και
γνωσιολογικές(αυτοδύναμη ή μη δυνατότητα του νοείν να διεισδύει στα δεδομένα
της εξωτερικήςεμπειρίας) παραμέτρους με
διαφορετικές αντιστοίχως προτεραιότητες και στησυνέχεια συνδέεται στενά με
ανιχνεύσεις λογικής και γλωσσικής ανάλυσης, ταοποία, κατά το μάλλον ή ήττον, παρακολουθούν ό,τι επιλέγεται ως αρχικό ή
ωςεπικαθοριστικό στη γνωστική πορεία.
4
Το ερευνητικό πρόγραμμά μας λοιπόν
3
Για την
έννοια της ‘
επίνοιας
’ μεταξύ
άλλων βλ. και τα εξής: A. Orbe,
La Epinoia. Algunos preliminaeres historicosde la distinction κατ’
ἐ
πίνοιαν
, Romae 1955· E.C.E. Owen, ‘
Ἐ
πινοέω,
ἐ
πίνοια and allied Words’,
JThSt
35(1934),368-376·
Γ. Α. Δημητρακόπουλος, «Οι πηγές του περιεχομένου και της χρήσης του όρου
επίνοια στο
Κατά
Ευνομίου Ι
του
Βασιλείου Καισαρείας: Στωικοί και Πλωτίνος»,
Βυζαντινά
20(1999),
7-42, κείμενο το οποίο θέτει το ζήτημαστα ιστορικά και συστηματικά περιγράμματά
του.
4
Ενδεικτικά
παραπέμπουμε στο έργο του Ε. Παπανούτσου,
Γνωσιολογία
, εκδ.
Ίκαρος, Αθήνα 1962, σσ. 15-51, όπουδιαβάζουμε τα εξής συνοπτικά για τα δύο
ρεύματα: «Κατά την πρώτη εκδοχή: το Είναι δεσπόζει και περιέχει στονκόλπο του
το Συνειδέναι. Άρα: α) Η γνωστική σχέση εγγράφεται μέσα στην οντική και
οπωσδήποτε την προϋποθέτει·β) Με τη γνωστική σχέση έρχονται σε συνάφεια δύο όροι
(υποκείμενο-αντικείμενο) που ο καθένας τους ανήκει σεδιάφορη οντολογική περιοχή και με τη συνάντησή τους πραγματώνεται μία
υπέρβαση του συνειδησιακού χώρου
3
στηρίζεται εν μέρει στο ιστορικό κατεξοχήν στο συστηματικό στοιχείο.
Άπτεταιενός θέματος που προκάλεσε το ενδιαφέρον μιας συγκεκριμένης ιστορικής
και μεειδικές
πολιτιστικές διαμορφώσεις περιόδου και προσεγγίζεται μέσα από ορισμένεςοπτικές εκ του εννοιολογικού-μεθοδολογικού υλικού
που διαμορφώθηκε στησυγκρότηση δύο
γενικών θεωρητικών μορφωμάτων κατά την ούτως ειπείνγενεαλογική εξέλιξη της
φιλοσοφικής σκέψης προς τις όλο και περαιτέρωωριμότερες εκφάνσεις της.
Ως προς το ιδιαίτερο αντικείμενο ανάλυσης, η αναφοράμας θα περιοριστεί σε ένα ευσύνοπτο κείμενο του Βασιλείου Καισαρείας και
οστόχος μας θα είναι να το διεξέλθουμε στην πλήρη ανάπτυξή του, από τη μίαφράση
στην επόμενή της. Πρόκειται για το έκτο κεφάλαιο του πρώτου βιβλίου τουαπό την πραγματεία του
Κατά
Ευνομίου
.
5
Θα μας απασχολήσει δηλαδή ηδιαδικασία μέσα από την οποία ο Καππαδόκης
θεολόγος αναπτύσσει τησυλλογιστική-επιχειρηματολογία του και εν ταυτώ το αν έχουμε τα νόμιμαεφαλτήρια να
την προσεγγίσουμε και να την κατηγοριοποιήσουμε με βάση τοπροαναφερθέν
θεωρητικό δίπολο. Με άλλους λόγους, θα συμπορευτούμε με τοκείμενο, στο
πλαίσιο μίας οιονεί γενετικής ανάπτυξης, εντός της οποίας θαεξετασθεί το πώς τα
εννοιολογικά σχήματα αποκτούν βαθμιαία τις ακριβείςοριοθετήσεις τους και τις θεωρητικές
εντάξεις τους. Στα επιλεγόμενα της μελέτης
(έξοδος-transcedence)· γ) Το υποκείμενο της γνώσης διακαθορίζεται από το
αντικείμενό της, υπακούει στουςορισμούς του· δ) Η οντολογική θεώρηση λογικά προηγείται και θεμελιώνει τη
Γνωσιολογία.- Αυτή είναι η θεωρίατου ρεαλισμού. Κατά τη δεύτερη εκδοχή: το
Συνειδέναι δεσπόζει και περιέχει στον κόλπο του το Είναι. Άρα: α) Ηοντική σχέση
εγγράφεται μέσα στη γνωστική και απορρέει από αυτήν· β) Στο ίδιο επίπεδο, το
συνειδησιακό, ανήκουνκαι οι δύο όροι (υποκείμενο- αντικείμενο) της γνωστικής
σχέσης· με τη συνάντησή τους η ίδια η συνείδηση έρχεταισε ορισμένη συνάφεια. με
τον εαυτό της (εγκλεισμός-immanenece· γ) Το αντικείμενο της γνώσης
διακαθορίζεται απότο υποκείμενό της· αυτό επιβάλλει τους νόμους του.· δ) Η
Γνωσιολογία ως κριτική της Γνώσης λογικά προηγείται καιθεμελιώνει την
οντολογία.- Αυτή είναι η θεωρία του ιδεαλισμού» (σσ. 18-19). Η χρήση των
ανωτέρω δύο θεωρήσεωνστη διαμάχη Ευνομίου-Βασιλείου σαφέστατα είναι αναδρομική.
Οι δύο θεολόγοι δεν τις εντάσσουν στη συζήτησήτους και ούτως ή άλλως το εν λόγω
φιλοσοφικό ερώτημα δεν είχε τεθεί στην εποχή τους με αυστηρές εννοιολογικέςοριοθετήσεις.
Απλώς είχαν αρχίσει να διαμορφώνονται οι προϋποθέσεις του, με την σκυτάλη να
παρέχεται από τοναρχαίο ελληνικό στοχασμό.
Ωστόσο, εκτιμούμε ότι ένα θεωρητικό εγχείρημα με οντολογικές και γνωσιολογικέςπαραμέτρους
είναι αναγκαίο να εξετασθεί και μέσα από το ανωτέρω, συγκεφαλαιωτικό των
επιμέρους προσεγγίσεων,δίπολο. Μία τέτοια
εξέταση σαφέστατα και δεν πρέπει να απουσιάζει από σχετικές έρευνες στην
περιοχή τηςΑρχαίας Ελληνικής φιλοσοφίας, όπου η σχέση υποκειμένου-αντικειμένου
είχε τεθεί προς εξέταση ήδη από τονΗράκλειτο (Βλ. σχετικώς τα υπ’ αριθμό
101, 109, 194, 227, 234 αποσπάσματα). Και γενικώς η αναδρομική χρήσημίας θεωρίας νομιμοποιείται όταν ο χώρος στον
οποίο εφαρμόζεται έχει αναδείξει, κατά το μάλλον ή ήττον,ορισμένες
προτυπώσεις της.
5
Η
σχολιασμένη κριτική έκδοση που θα χρησιμοποιήσουμε στη μελέτη μας είναι των:
Bernard Sesboüe, Georges-Matthieu de Durand, Louis Doutreleau,
Basile de Césarée Contre Eunome
t. I, Sources Chrétiennes Nο 299, Paris1982.
4
μας, θα επιχειρήσουμε να διατυπώσουμε ορισμένους προβληματισμούς, οι οποίοιθα προεκτείνουν
το σκεπτικό που αναπτύσσει ο Βασίλειος και που στο γενικόπλαίσιό τους θα
αναφέρονται στη συνάντηση φιλοσοφίας-θεολογίας στο έργο τουκαι σε αυτό του
αντιπάλου του, υπό την έννοια της οριοθέτησης των μεταξύ
τουςσυναφειών-διαφορών. Εξάλλου, γίνεται ανσφορά σε ένα ζήτημα που απασχόλησετη
χριστιανική σκέψη καθ’ όλους τους ιστορικούς βηματισμούς της, τόσο στηνΑνατολή όσο και στη Δύση.
6
Και βεβαίως
η επεξεργασία μίας τέτοιας συνάντησηςθα
συνδεθεί, κατ’ επέκταση, με το αν νομιμοποιείται, έστω υπό τις αφορμές ενόςπεριορισμένου σε έκταση κειμένου, να διατυπώνεται
λόγος για ΧριστιανικήΦιλοσοφία ως
γενικού και αυτοδύναμου ως ένα σημείο ιστορικού καισυστηματικού
θεωρητικού κλάδου. Ή αν πρέπει να παραμένουμε απλώς στο ότι οΧριστιανισμός προβαίνει σε επίκαιρη χρήση της
φιλοσοφικής παρακαταθήκης,προκειμένου να θεμελιώσει έτι εδραιότερον τις
θεωρητικές ανησυχίες του.
Α’ Η απορία
ως αφορμή του ορίζειν
Αρχικά, ο
Μέγας Βασίλειος θέτει το ζήτημα για τον ορισμό της επίνοιας κατάτην καθεαυτότητά της -δηλαδή ανεξάρτητα από τις
διαδικασίες διά των οποίωνδιαμορφώνεται-
και προσθέτει, επιλέγοντας εκ δανεισμού έναν επιφανειακήςλειτουργίας
προβληματισμό, μήπως είναι ένας απλός ήχος που προκαλεί η γλώσσακατά την
εκάστοτε ειδική και στιγμιαία εκφορά της. Εμμέσως θα εννοεί ότι γίνεταιλόγος για μία φωνητική εκφορά τέτοιας τάξης που θα
είναι ανεξάρτητη από τοόποιο νόημα τυπικά θα μπορούσε να αναπαράγει και από το
αν προηγείται ωςπροϋπόθεση για τη
διατύπωσή της μία εμπεριστατωμένη νοητική επεξεργασία.Ασκώντας κριτική στα εκ του δανείου προκύπτοντα
ερωτήματά του -που πιοσυγκεκριμένα απορρέουν από το ίδιο το σκεπτικό του
Ευνόμιου- σημειώνει ότι μίατέτοια εκδοχή ή
θα εκινείτο στην περιοχή της παράνοιας (αλλοίωση ήπαραπλάνηση της
νοητικής διεργασίας) ή σε επιπόλαιες αναλύσεις του ανθρώπινουλόγου, ή θα συνιστούσε μία φλυαρία.
7
Θα σημειώναμε ότι πρόκειται για μια
6
Για το πώς
τίθεται το ζήτημα στο Χριστιανισμό της Δύσης, βλ. ενδεικτικά Et. Gilson,
Christianisme et Philosophie
,εκδ. J. Vrin, Paris 1986
7
Κατά Ευνομίου
1, 6,1-5: «Α
ὐ
τ
ὸ
δ
ὲ
το
ῦ
το ε
ἴ
ποτε
ἐ
στιν
ἡ
ἐ
πίνοια,
ἡ
δέως
ἂ
ν α
ὐ
τ
ὸ
ν
ἐ
ρωτήσαιμι·
ἆ
ρ’ο
ὐ
δ
ὲ
νπαντάπασι
σημαίνει τ
ὸ
ὄ
νομα
το
ῦ
το, κα
ὶ
ψόφος
ἄ
λλως
ἐ
στι δι
ὰ
τ
ῆ
ς γλώττης
ἐ
κπίπτων;
Ἀ
λλ
ὰ
τ
ὸ
τοιο
ῦ
τον ο
ὐ
χ
ὶ
5
τοποθέτηση
της συζήτησης στον -εμφανιζόμενο εδώ ως άκριτο, ως απλουστευτικόκαι χωρίς τη στοιχειώδη διύλιση- ακραίο ιδεαλισμό,
ο οποίος όμως απορρίπτεταιαπό κάθε άποψη ως αντικειμενικά άτοπος, ως μη
εφαρμόσιμος σε καμία περίπτωσηκαι προφανώς
ως μη ικανός για έγκυρες επικοινωνιακές-διαλεκτικές συναντήσειςανάμεσα στους
ανθρώπους. Εκτός των άλλων μάλιστα, μειώνει το κεφαλαιώδεςιδίωμα του ιδεαλισμού, την κριτική αυτοσυνειδησία
και την εννοιολογικήαυτοδιαμόρφωση της σκέψης, και κατ’επέκταση υποτιμά στη
γνωσιολογικήκλίμακα ό,τι περιλαμβάνεται στα ανθρώπινα νοητικά κέντρα.
Χρήζει τονισμού ότιστην απαρχή του
συλλογισμού αναφερόμαστε σε ιδεαλισμό, υπό την έννοια τηςαπομόνωσης της
λέξης ως ήχου από την πραγματικότητα. Η συνέχεια θα αναδείξει νέες
δυνατότητες κατηγοριακής ένταξης.Η δεύτερη εκδοχή που αμέσως ακολουθεί, είναι
πιο μετριοπαθής και φαίνεται να τροφοδοτείται από δεδομένα της ανθρώπινης
-και, κατ’ επέκταση, κοινωνικής-πραγματικότητας και να είναι πιο ελεγμένη ως
προς τα κριτήρια θεμελίωσής της μετα οποία έρχεται στο προσκήνιο της συζήτησης.
Αναγνωρίζεται ότι πρέπει να έχειμία
ιδιαίτερη, έστω ελάχιστη, λειτουργία η επίνοια στο πλαίσιο τωνδραστηριοτήτων της ανθρώπινης συνείδησης. Θα
μπορούσαμε εδώ ναπροσθέσουμε το να προκύπτει ως συνέπεια μίας νοητικής
διεργασίας ή τουλάχιστον να αποτελεί αφορμή για να οδηγεί σε μία,
συνειδητοποιημένη προφανώς, επιλογήγια κάτι
ανάλογο. Προς το παρόν πάντως η εν λόγω προσθήκη μας συνιστά μία
ἐ
πίνοια, παράνοια δ’
ἂ
ν μ
ᾶ
λλον κα
ὶ
φλυαρία προσαγορεύοιτο». Παραπέμπουμε ενδεικτικά στον Γ. Μαρτζέλο,
Ουσίαι και
ενέργειαι του θεού κατά τον Μέγαν
Βασίλειον,
εκδ. Π. Πουρνάρα, Θεσσαλονίκη 1993, σ. 150, ο οποίοςπαρατηρεί τα εξής: «Κατ
ὰ
τ
ὸ
ν
Εύνόμιον τ
ὰ
‘κατ’
ἐ
πίνοιαν’
ὀ
νόματα
ο
ὐ
δεμίαν
σημασιολογικ
ὴ
ν κα
ὶ
ὡ
ς
ἐ
κ τούτου
ἀ
ντικειμενικ
ὴ
ν
σχέσιν δύνανται ν
ὰ
ἔ
χουν πρ
ὸ
ς τ
ὰ
πράγματα.
Κοινωνο
ῦ
ν πρ
ὸ
ς α
ὐ
τ
ὰ
μόνον κατ
ὰ
τ
ὴ
ν
προφοράν,
ὄ
χι
ὅ
μως κα
ὶ
κατ
ὰ
τ
ὴ
ν
σημασίαν.
Ἡ
σημασιολογικ
ὴ
σχέσις των
ὀ
νομάτων
πρ
ὸ
ς τ
ὰ
πράγματα ε
ἶ
ναι
ἴ
διον μόνοντ
ῶ
ν
πραγματικ
ῶ
ν, τ
ῶ
ν
«κατ’
ἀ
λήθειαν»
ὀ
νομάτων.
Τ
ὰ
«κατ’
ἐ
πίνοιαν»
ὀ
νόματα,
ὡ
ς μ
ὴ
ἀ
νταποκρινόμενα
ε
ἰ
ς τ
ὰ
πράγματα,
δεν
ὑ
πάρχουν
πραγματικ
ῶ
ς παρ
ὰ
μόνον κατ
ὰ
τ
ὴ
ν
προφορ
ὰ
ν των.
Τ
ὰ
γάρ τοι κατ’
ἐ
πίνοιαν
λεγόμενα
ἰ
σχυρίζετο
χαρακτηριστικ
ῶ
ς
ὁ
Ἐ
υνόμιος, ‘
ἐ
ν
ὀ
νόμασι
μόνον κα
ὶ
προφορ
ᾷ
τ
ὸ
ε
ἶ
ναι
ἔ
χοντα, τα
ῖ
ς φωνα
ῖ
ςσυνδυαλύεσθαι
πέφυκεν (
Απολογητικός
8, P.G. 30, 841 D-844 A)». Από την πλευρά του, ο Γ. Παναγόπουλος,προσεγγίζοντας
το ζήτημα με θεωρητικές κατηγοριοποιήσεις, επισημαίνει: «Ο Βασίλειος, όπως έχει
ήδη ορθώςεπισημανθεί , ακολουθεί τη λεγόμενη ‘επιστημονική θεωρία’ των
αλεξανδρινών Γραμματικών δεχόμενος τοσυμβατικό χαρακτήρα της γένεσης της γλώσσας σε
αντίθεση με τον αντίπαλό του, Ευνόμιο, ο οποίος θεμελίωνε τηνεπιστημολογία του σε μία ακραία εκδοχή της
αντίθετης άποψης, σύμφωνα με τη\ν οποία, τα ‘ονόματα’ ή‘προσηγορίες’ των
πραγμάτων προέρχονται άνωθεν, δηλ. από το Θεό, ο οποίος ως νομοθέτης και
προνοητής τωνπάντων, δίδαξε εξαρχής στους ανθρώπους τα ορθά ονόματα, τα οποία
παρέχουν, κατά τούτο, στους ανθρώπους τηνάμεση
γνώση της ουσίας των ονομαζομένων πραγμάτων» (
Η
Στωϊκή Φιλοσοφία στη θεολογία του Μ. Βασιλείου
,Θεσσαλονίκη 2006, σ. 160). Σημειωτέον εδώ ότι τα
εκ Θεού δοθέντα οντόματα, ως αυθεντικά και ωςανταποκρινόμενα τοις
πράγμασιν, ανοίγουν διαύλους προς τον ρεαλισμό.
6
υπόθεση. Τονίζεται ωστόσο -εκ νέου με αφορμή τον Ευνόμιο- ότι η αναφορά τηςμπορεί να
απευθύνεται σε μία ανύπαρκτη πραγματικότητα ή σε μία ψευδήαπεικόνιση,
κατά τον φαντασιώδη π.χ. τρόπο με τον οποίο διατυπώνονται ταπαραμύθια.
8
Δηλαδή να περιγράφει μία συνθήκη δράσεων, σχέσεων καιλειτουργιών, η οποία κατασκευάζεται
για ειδικούς λόγους συναισθηματικής κυρίωςτάξης
από τους ανθρώπους, ή σε έναν κόσμο που τους εξασφαλίζει, έστωκατ’επίφασιν, την ψυχολογική ισορροπία. Σε μία
δηλαδή έξω από τις τρέχουσες,διαπιστώσιμες και κατατάξιμες εμπειρίες
πραγματικότητα, η οποία δεν έχει έστωκαι το στοιχειώδες ιστορικό και προφανώς
επιστημονικής περιγραφής εφαλτήριο.
8
Βλ.
Κατά
Ευνομίου
1,6,5-11: «Ε
ἰ
δ
ὲ
συγχωροίη
σημαίνειν μέν τι τ
ὴ
ν
ἐ
πίνοιαν,
ψευδ
ὲ
ς δ
ὲ
το
ῦ
το
παντελ
ῶ
ς κα
ὶἀ
νύπαρκτον,
ὡ
ς
ἐ
ν τα
ῖ
ς μυθοποιοίαις κενταύρων δή τινων
ἀ
ναπλασμο
ὺ
ς κα
ὶ
χιμαίρας, π
ῶ
ς τ
ὸ
σημαινόμνενονψε
ῦ
δος τ
ῷ
ψόφ
ῳ
τ
ῆ
ς γλώττης συναφανίζεται, τ
ῆ
ς μ
ὲ
ν φων
ῆ
ς πάντως ε
ἰ
ς
ἀ
έρα προχεομένης, τ
ῶ
ν ψευδ
ῶ
ν νοημάτων
ἐ
ναπομεινόντων
τ
ῇ
διανοί
ᾳ
;». Παραπέμπουμε εκ νέου στις επισημάνσεις του Μαρτζέλου,
Ουσίαι καιενεργειαι
, σσ.
150-151: «Η αντίληψις αύτη του Ευνομίου περί των ‘κατ’ ‘επίνοιαν’ ονομάτων
οφείλεται, ως είναιπροφανές, εις την έννοιαν, υπό την οποίαν αντιλαμβάνετο
ούτος την ανθρωπίνην επίνοιαν. Ως παρετήρησεν ήδη ο Μ.Βασίλειος, ο Ευνόμιος αντελαμβάνετο την επίνοιαν ως αναφερομένη μόνον
εις φανταστικά και ανύπαρκταπράγματα. Διά τον λόγον δε αυτόν κυρίως
εθεώρει τα εξ αυτής προερχόμενα ονόματα ως μη ανταποκρινόμενα εις τηνπραγματικότητα αλλ’ υπάρχοντα μόνον κατά την
προφορά των. Δεν εδέχετο δηλ. απλώς ότι τα ονόματα ταύτασημαίνουν τι το ψευδές, αλλ’ ότι στερούνται
παντελώς οιασδήποτε σημασίας. Κατά ταύτα ο Ευνόμιοςαντελαμβάνετο την
επίνοιαν εν τη εννοία της υποκειμενικής επινοήσεως φανταστικών μόνον ονομάτων,
τα οποία,επειδή δεν ανταποκρίνονται εις την πραγματικότητα, εθεώρει ως
διασκορπιζόμενα μετά του ήχου της προφοράς τωνεις τον αέρα. Η ανθρωπίνη επίνοια
δεν δύναται κατ’ αυτόν να παράγη πραγματικά ονόματα, ανταποκρινόμενα εις
τηνφύσιν των πραγμάτων». Σχολιάζοντας η M.S. Troiano το ανωτέρω εδάφιο του
Βασιλείου παρατηρεί: «Anche quandol’
epinoia
sta a significare qualcosa di falso ed inesistente, come nelle favole I
centauri e la chimera, pur sempre i falsiconcetti rimangono nella mente, e non
può essere che il falso che è espresso mediante la parola si disolva col
suonodella voce allorché questa si dissolve nell’aria. Infatti l’anima ritiene
nella memoria le finzioni del tutto false e vuote,frutto della fantasia del
sonno e dei folli moti della mente, e allorché le esprime con la voce, insieme
con la parola noné che svaniscano anche le
imagini» (‘I Cappadoci e la questione dell’origine dei nomi nella polemica
controEunomio’,
Vetera Christianorum
17(1980), 313-346,323). O Paul Kalligas, προβαίνοντας σε μία ιστορική αναδρομήτου ζητήματος, αποτυπώνει ως ακολούθως τις απόψεις του Ευνόμιου περί των ονομάτων: «Eunomius,
who served for a short period as bishop
of Cyzicus, was a spokesman for the most extreme branch of Arianism, the
so-calledAnomeans, who denied the existence even of any similarity
between the substances of the Father and the Son. As adisciple of Aetius, a personage whose extraordinary erudition had
impressed even Julian the Apostate. Eunomiusacquired a considerable
philosophical training, which he applied to the construction of an impressive
theologicalsystem resting on Neoplatonic foundations. In the course of
buttressing an argument to the effect that the term‘unborn’ (
ἀ
γέννητος
) constitutes a name of God expressive and the correspondence ‘in
accordance with truth’ (
κατ’ άλήθειαν
) of specific names to the nature of the objects they designate, as opposed
to the association ‘in accordancewith human conception’ (κατ’
ἐ
πίνοιαν
ἀ
νθρωπίνην) of all other names to things, towards which these have nosemantic or
other objective relation, so that no sooner are they pronounced than they
vanish. This theory has its roots,in the ‘teaching of Euthyphro’ as presented
by Socrates in Plato’s
Cratylus
, and which was widely influential amongthe
Neopythagoreans and certain Neoplatonists. However much it served to support
his views on the selectivemanifestation of divine providence in the
universe through specific ‘seminal words’ (
σπερματικοί λόγοι
) which wereimplanted in the souls of
Adam and Eve, it also led Eunomius to the blanket denial of the semantic
function of allother common names, since for him the ‘conception’ (
ἐ
πίνοια
) they evoke adds up to no more than subjectiveinvention or simple phantasy. For to the nature
of things correspond only those names which were established‘connately’ (
προσφυ
ῶ
ς
) and appropriately (
ο
ἰ
κείως
) by God himself during their creation, and this
nature may become known to man only through some kind of apocalyptic revelation»
(Paul Kalligas, ‘Basil of Caesarea on theSemantics of Promer Names’ στο Katerina
Ierodiakonou (ed.),
Byzantine Philosophy and its Ancient Sources
. OUP2004,
σσ. 40-41.
7
Να
επισημανθεί επιπλέον ότι τέτοιου είδους κείμενα παραμένουν στην ανθρώπινησυνείδηση ή στο υποσυνείδητο εξαιτίας της
λειτουργίας που επιτελούν σευπαρξιακής
και μάλιστα ρητά μη εκλογικευμένης λειτουργίας ζητήματα.Επαναφέρουν πάντως στη γνωσιολογική ατμόσφαιρα
τον ιδεαλισμό, εφόσονέρχονται από μία
διαφορετική διαδρομή να υπηρετήσουν τα υποκείμενα και τιςφαντασιακές
προβολές τους.Η αναφορά όμως εδώ στο ψευδές δεν γίνεται μόνον για λόγους
περιγραφικούςκαι αναλυτικούς αλλά και για να
συγκροτηθεί με πιο εδραίο τρόπο η ανατρεπτικήεπιχειρηματολογία που έχει ήδη τεθεί σε κίνηση από τον Βασίλειο και
έχειπεριεχόμενο τόσο γνωσιολογικής
όσο και ηθικής τάξης. Στην περίπτωση λοιπόντων γνωσολογικών αντιστοιχιών που παρουσιάζεται να προωθεί ο Ευνόμιος,τονίζεται από τον Καππαδόκη πως δεν έχουμε τις
θεμελιωμένες αφορμές για ναυποθέσουμε
ότι, όταν ο ήχος παύει να υφίσταται, καταστρέφεται μ’ένανμηχανιστικό αυτοματισμό και το ψεύδος. Από την
άλλη πλευρά, τίθεται έναερώτημα που
έχει την αφορμή του σε λογικές αντιφάσεις που επισυμβαίνουν στοεσωτερικό των
προτάσεων του Ευνομίου. Συγκεκριμένα: πώς θα ήταν εφικτό τομόνο που θα απομένει
στη διάνοια να είναι τα ψευδή νοήματα, υπό τον τύπο θαλέγαμε μίας οιονεί σφραγίδας, η οποία θα διατηρεί
για κάποιο διάστημα μίαανεξίτηλη αλλά επιδερμική και με περιορισμένες
συλλογιστικές -και γιατί όχι καιπραξιακές-
προεκτάσεις παρουσία; Πώς αιτιολογείται μία τέτοια παραμονή και οκατηγορηματικός προσδιορισμός της, τη στιγμή που
από τον αιρεσσιάρχηδιατυπώνεται λόγος
περί ακαριαίου. Ο Βασίλειος δηλαδή αρύεται τις κριτικέςσκέψεις του από δεδομένα
που είναι διαπιστώσιμα εκ του τρόπου με τον οποίολειτουργεί προσληπτικά ο ανθρώπινος εσωτερικός κόσμος και από τον τρόπο
μετον οποίο τα αξιοποιεί ο Ευνόμιος. Αναγκαίο είναι να τονισθεί ότι,
ανεξάρτητα απότο διεμβολιστικό της κριτικής, προβάλλεται μία διάκριση και εν
ταυτώ μία σύζευξηανάμεσα στο σημαινόμενο ψεύδος και στα ψευδή σημαίνοντα, η
οποία μάλιστα εδώέχει τη βάση της στο
ακαριαίο της εκφοράς του λόγου, ως προβολής τηςανθρώπινης διάνοιας και όχι σε μία συστηματικά επεξεργασμένη ανάλυση
8
Academia ©
2012
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου