Μετάνοια (Κάλλιστου Γουέαρ) | ![]() |
![]() |
![]() Στην Ορθόδοξη Εκκλησία η εξομολόγηση δεν γίνεται στο ειδικό εξομολογητήριο, όπου ένα καφασωτό χωρίζει τον εξομολόγο από τον εξομολογούμενο, αλλά σε οποιοδήποτε πρόσφορο μέρος της εκκλησίας, συνήθως στον ανοιχτό χώρο μπροστά από το εικονοστάσι. Μερικές φορές εξομολόγος και εξομολογούμενος στέκονται πίσω από κάποιο παραπέτασμα, ή μπορεί να υπάρχει κάποιο ειδικό δωμάτιο στην εκκλησία που προορίζεται για την εξομολόγηση. Ενώ στη Δύση ο ιερέας κάθεται και ο εξομολογούμενος γονατίζει, στην Ορθόδοξη Εκκλησία και οι δύο κάθονται (ή μερικές φορές στέκονται και οι δύο). Στην Ρωσική Εκκλησία ο εξομολογούμενος είναι συχνά στραμμένος σ’ ένα μικρό τραπεζάκι, όπου είναι τοποθετημένα ο Σταυρός και μια εικόνα του Χριστού ή το Ευαγγέλιο, ο ιερέας στέκεται ελαφρά προς τη μια πλευρά. Αυτή η εξωτερική διάταξη τονίζει πως στην εξομολόγηση κριτής είναι ο Θεός και όχι ο ιερέας, καθότι ο ιερέας είναι μόνο μάρτυρας και λειτουργός του Θεού. [...] Όταν ο εξομολογούμενος τελειώσει, γονατίζει ή σκύβει το κεφάλι του και ο ιερέας, τοποθετώντας το επιτραχήλιον στο κεφάλι του εξομολογηθέντος και βάζοντας το χέρι του πάνω στο επιτραχήλι, διαβάζει την ευχή της άφεσης. Στο Ελληνικό ευχολόγιο η διατύπωση της άφεσης είναι αποδοκιμαστική (δηλαδή στο τρίτο πρόσωπο, «Είθε ο Θεός να σε συγχωρήσει...»), ενώ στο Σλαβονικό ευχολόγιο είναι δηλωτική (δηλ. στο πρώτο πρόσωπο, «Σε συγχωρώ...»). Η ευχή στο Ελληνικό ευχολόγιο είναι ως εξής: ![]() Στα σλαβονικά η διατύπωση είναι ως εξής: Είθε ο Κύριος και Θεός μας, Ιησούς Χριστός, με τη χάρη και τη δωρεά της αγάπης Του για την ανθρωπότητα, να συγχωρήσει, παιδί μου... (δείνα), όλα σου τα αμαρτήματα. Κι εγώ, ο ανάξιος ιερέας, με τη δύναμη που μου έδωσε Αυτός, σε συγχωρώ και «αφίημι» όλες σου τις αμαρτίες. Ο τύπος αυτός, που χρησιμοποιεί τη λέξη «εγώ», εισήχθη αρχικά στα Ορθόδοξα λειτουργικά βιβλία, λόγω Λατινικής επιρροής, από τον Πέτρο Μογίλα στην Ουκρανία, και υιοθετήθηκε από τη Ρωσική Εκκλησία τον δέκατο όγδοο αιώνα. Πολλοί Ορθόδοξοι καταγγέλλουν αυτή την απομάκρυνση από την παραδοσιακή εξάσκηση του Μυστηρίου στη Χριστιανική Ανατολή, επειδή σε καμία άλλη περίπτωση ο ιερέας δεν μιλά στο πρώτο ενικό πρόσωπο. Ο ιερέας έχει τη δυνατότητα, αν το θεωρεί σκόπιμο, να επιβάλει κάποιο επιτίμιον, αλλ’ αυτό δεν αποτελεί ουσιαστικό τμήμα του μυστηρίου, και πολύ συχνά παραλείπεται. Πολλοί Ορθόδοξοι έχουν τον «πνευματικό τους πατέρα», που δεν είναι απαραίτητα ο ιερέας της ενορίας τους, στον οποίο συχνά προσέρχονται για εξομολόγηση και πνευματική καθοδήγηση. Δεν υπάρχει στην Ορθοδοξία κάποιος αυστηρός κανόνας στο πόσο συχνά πρέπει κάποιος να προσέρχεται στην εξομολόγηση. Οι Ρώσοι συνήθως πηγαίνουν πιο συχνά απ’ ό,τι οι Έλληνες. Όπου επικρατεί η συνήθεια της μη συχνής μετάληψης – για παράδειγμα, τέσσερις με πέντε φορές το χρόνο-, οι πιστοί ίσως να εξομολογηθούν πριν από κάθε μετάληψη. Στους κύκλους όμως όπου η συχνή θεία Κοινωνία έχει γίνει ο κανόνας, συνήθως δεν χρειάζεται εξομολόγηση πριν από κάθε μετάληψη. Από το βιβλίο Η Ορθόδοξη Εκκλησία Κάλλιστου Ware Εκδ. Ακρίτας |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου