Πέμπτη 20 Δεκεμβρίου 2012

Χρέος πρός τάς Ναυτικάς Νήσους

Χρέος πρός τάς Ναυτικάς Νήσους






ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Δ'.
Xρέος προς τας ναυτικάς νήσους.



Γνωστόταται είναι αι προς το Έθνος υπηρεσίαι των τριών νήσων Ύδρας,
Σπετσών και Ψαρών, αίτινες, υποστάσαι σχεδόν όλον το βάρος του κατά
θάλασσαν αγώνος, εκλήθησαν και _ναυτικαί_. Γνωστόταται δ' είναι
επίσης αι μεγάλαι χρηματικαί θυσίαι, δι' ων αι νήσοι αύται
ηδυνήθησαν να καλύψωσι τα έξοδα του αρίστου στόλου, ον είχον
καταρτίση.

Το δε μέγεθος των θυσιών εκείνων δύναταί τις ν' αντιληφθή κάλλιον,
αναλογιζόμενος αφ' ενός μεν ότι αι θυσίαι αύται ανήρχοντο εις 18
εκατ. δρ. νέων (274), ήτοι εις ποσόν ακόμη σήμερον υπέρογκον διά
τρεις μικράς νήσους, αφ' ετέρου δε ότι τα εξ άλλων πηγών καθ' όλην
την Επανάστασιν εις το δημόσιον εισαχθέντα συμποσούνται περίπου εις
37,800,000 δρ. Επειδή δε πάλιν εκ των 37,800,000 δρ. τούτων, μόνον
22,500,000 δρ. κατεβλήθησαν υπό Ελλήνων (αι 15,300,000 άλλαι
προήλθον εκ των εξωτερικών δανείων), άγεταί τις, μετά του
Παπαρρηγοπούλου(275), εις το συμπέρασμα, ότι το σύνολον των
χρηματικών εισφορών της όλης Ελλάδος ολίγον υπερβαίνει τας των
τριών νήσων.

Παρατηρητέον προς τούτοις ότι αι θυσίαι αύται εγένοντο εν ταις
ναυτικαίς νήσοις, ουχί, όπως εν τη λοιπή Ελλάδι, υφ' όλων των
τάξεων, αλλά μόνον υπό των προκρίτων (276), ιδίως δε υπό των
Κουντουριωτών (277)•



Το όλως έκτακτον των προς την πατρίδα υπηρεσιών των τριών νήσων
συνησθάνθησαν ανέκαθεν αι Ελληνικά κυβερνήσεις, αποζημιώσασαι μεν
αυτάς κατά την επανάστασιν (278), βραδύτερον δε αναγνωρίσασαι τας
απαιτήσεις αυτών, εν ώ οι λογαριασμοί των θυσιών της Πελοποννήσου
και της Στερεάς μένουσιν εισέτι ανεκκαθάριστοι (279).

Αναγνώρισις τον Χρέους — Ο Νόμος του 1853

Η ιστορία της αναγνωρίσεως των προς τας τρεις νήσους υποχρεώσεων
είναι μακρά. Από της 14 Απριλίου 1823 αι νήσοι ζητούσι παρά της εν
Άστρει συνελεύσεως, όπως η Πελοποννησιακή γερουσία αναλάβη την
αποζημίωσιν αυτών (280). Μετά μακράν συζήτησιν, καθ' ην ανεγνώσθη
και έγγραφον διαφόρων πελοποννησίων στρατηγών προς τας τρεις νήσους
(281), η πρότασις αυτών εγένετο δεκτή. Ολίγω δε βραδύτερον η εν
Επιδαύρω εθνική συνέλευσις απεφάσισε ν' αναγνωρισθώσιν ως δημόσια
χρέη και τα από του 1823 μέχρι του 1826 γενόμενα και αποδεδειγμένα
έξοδα (282).

Ο Κυβερνήτης βαίνων έτι πρόσω συνέστησεν εις την Δ' εθνικήν
συνέλευσιν να λάβη υπ' όψιν τας αναφοράς των τριών νήσων (283),
έδωκε δε εις αυτάς και προσωρινάς μικράς αποζημιώσεις (284).

Ο Καποδίστριας όμως εδολοφονήθη πριν ή κανονισθή το ζήτημα και επί
μακρόν ενομίσθη ότι αι απαιτήσεις των τριών νήσων θα ελάμβανον την
τύχην των αξιώσεων της λοιπής Ελλάδος. Τούτο εγέννησε μάλιστα και
ταραχάς εν Ύδρα (285). Πλην, ως είπομεν, το έθνος είχε την
συναίσθησιν ότι αι υποχρεώσεις αυτού προς τας τρεις ναυτικάς νήσους
είχον τι το εξαιρετικόν. Προς τούτοις οι έχοντες απαιτήσεις
νησιώται, εκτός του ότι ήσαν ολίγοι και κάτοχοι αναμφισβητήτων
τίτλων, ήρχισαν να λαμβάνωσι, λόγω των υπηρεσιών αυτών, παντοίας
χορηγήσεις και συντάξεις (286). Εθεωρήθη λοιπόν εν ταυτώ
επάναγκες και δίκαιον ν' αποκατασταθή ποια τις ισότης μεταξύ των
δικαιούχων, δι' ειδικού νόμου, όστις εψηφίσθη τη 22α Ιανουαρίου
1853 (287). Τρία έτη βραδύτερον, τη 12η Ιουλίου 1856, Βασιλικόν
Διάταγμα ώρισε τας απαιτήσεις των νήσων εις δρ. παλαιάς 20,000,000
(288) (18,000,000 δρ. νέας), απέναντι των οποίων εδίδετο το υπό
του νόμου ορισθέν ενιαύσιον χορήγημα δρ. παλ. 200,000, ήτοι τόκος
1%.

Η προσωρινή αύτη κατάστασις, ήτις παρετάθη μέχρι του παρόντος
έτους, υπ' ουδεμίαν έποψιν ήτο ικανοποιητική. Διότι αφ' ενός μεν
ούτε αι προς τας τρεις νήσους πολλάκις επισήμως αναγνωρισθείσαι
υποχρεώσεις εξετελούντο, και πράγματι τόκος 1% δυσκόλως δύναται να
υποληφθή ως αρκούσα αποζημίωσις, ούτε το κεφάλαιον του χρέους του
δημοσίου ωρίζετο μετά τινος ακριβείας. Αφ' ετέρου δε παρατεινομένης
της καταστάσεως και αυτός ο νόμος του 1853 εστερείτο καθ' ημέραν
του πατριωτικού εκείνου χαρακτήρος, όστις εδικαιολόγει το
εξαιρετικόν αυτού• καθ' ότι παρερχομένων των ετών οι αρχικοί
δικαιούχοι απεξενούντο των δικαιωμάτων και υπήρχε κίνδυνος μήπως
θάττον ή βραδύτερον πάντα τα χορηγήματα και μετ' αυτών αι
απαιτήσεις εξοφλήσεως εις το άρτιον περιέλθωσιν εις οικογενείας,
προς ας ουδεμίαν το έθνος ώφειλεν ευγνωμοσύνην.

Ούτως εχόντων των πραγμάτων, εδέησεν η Κυβέρνησις να επέμβη.
Υπεβλήθη δε υπ' αυτής νομοσχέδιον, διά του οποίου ανεγνωρίζοντο αι
προς τας ναυτικάς νήσους υποχρεώσεις και ελαμβάνετο φροντίς προς
απόσβεσιν αυτών, χωρίς όμως να επιβαρυνθή σπουδαίως ο
προϋπολογισμός.

Αι κυριώτεραι διατάξεις του νομοσχεδίου τούτου, νυν νόμου ΓΚΕ' της
16ης Ιουνίου 1904, είναι αι εξής:

Αι απαιτήσεις των τριών νήσων αναγνωρίζονται χρέος δημόσιον, ου το
κεφάλαιον ορίζεται άπαξ διά παντός εις 18 εκατ. δρ. Απέναντι του
κεφαλαίου τούτου και _επί τη βάσει των μέχρι τούδε χρηματικών
ενταλμάτων_, εκδίδονται τοις δικαιούχοις ονομαστικαί ή και ανώνυμοι
ομολογίαι αποφέρουσαι τόκον 1%.

Κανονισθέντος δε ούτω του κεφαλαίου του χρέους, ο νέος νόμος
μεριμνά περί της αποσβέσεως αυτού, προς τούτο δε ορίζει ότι:

α') Διά την υπηρεσίαν του νέου δημοσίου χρέους, εις τας μέχρι τούδε
αναγραφομένας εν τω προϋπολογισμώ 180,000 δρ. προστίθεται ενιαυσίως
ποσόν 20,000 δρ. αντιπροσωπευουσών το χρεωλύσιον, όπερ θέλει
αυξάνεσθαι κατ' έτος διά των τόκων των διά κληρώσεως αποσβεννυμένων
ομολογιών. Επειδή δε προφανώς η μέθοδος αύτη της χρεωλυσίας είναι
βραδυτάτη, ο νόμος προσθέτει

β') Αι νέαι ομολογίαι γίνονται δεκταί έτι τω αρτίω εις προεξόφλησιν
ανανεουμένου προς το δημόσιον χρέους, και εις πληρωμήν δόσεων
Εθνικών και Εκκλησιαστικών κτημάτων, δηλαδή εν άλλαις λέξεσιν _εις
απότισην δυσχερώς εισπραττομένων χρεών_.

Διά του διπλού τούτου μέσου υπολογίζεται υπό της βραχυτάτης
εισηγητικής του νομοσχεδίου εκθέσεως (289), ότι εντός ουχί μακρού
χρόνου και άνευ θυσίας διά το δημόσιον θέλουσιν αποσβεσθή αι
εκδοθησόμεναι ομολογίαι. Η δε απόσβεσις αύτη επιταχύνεται και διά
του άρθρου 8, ορίζοντος ότι, εάν εντός πέντε ετών από της
δημοσιεύσεως δεν ήθελε ζητηθή η έκδοσις ομολογιών, παν δικαίωμα επί
των διά του νόμου τούτου χορηγουμένου πλεονεκτήματος διαγράφεται.

Ο ούτω συνοψισθείς νόμος της 16 Ιουνίου δεν έτυχε πολύ ευμενούς
υποδοχής. Παρετηρήθη πράγματι έν τισιν οργάνοις του τύπου, ότι
ήθελεν είναι ίσως χρήσιμος και δίκαιος ψηφιζόμενος προ
πεντηκονταετίας, ότε οι τίτλοι ευρίσκοντο έτι εις χείρας των
αρχικών δικαιούχων, αλλ' ότι έκτοτε οι τίτλοι ούτοι είχον ως επί το
πολύ πωληθή εις ευτελή τιμήν, και συνεπώς ότι ο νέος νόμος, ο
σκοπών την αμοιβήν μεγάλων προς την πατρίδα υπηρεσιών, θα ανταμείψη
μόνον την οξυδέρκειαν ευφυών κερδοσκόπων.

Υπάρχει βεβαίως ποιά τις αλήθεια εν ταις σκέψεσι ταύταις, αλλά δεν
νομίζω αυτήν αρκούσαν, όπως απορριφθή η αρχή του νόμου της 16ης
Ιουνίου. Διότι αφ' ενός μεν πλείστοι των αρχικών δικαιούχων, ως
επείσθην εκ προχείρου ανακρίσεως, δεν απεξενώθησαν των δικαιωμάτων
των, αφ' ετέρου δε πάσα αναβολή εις τον διακανονισμόν του χρέους θα
είχεν ακριβώς το αποτέλεσμα να ελαττώνη βαθμηδόν τον αριθμόν των
οικογενειών, ων ο νομοθέτης του 1853 ηθέλησε ν' ανταμείψη τας
υπηρεσίας. Επειδή δε μοιραίως ώφειλε κανονισμός τις να επέλθη, ήτο
σύμφωνον προς το πνεύμα του νόμου να γίνη ο κανονισμός ούτος όσον
ένεστι θάττον.

Όσον αφορά νυν εις τας λεπτομερείας του νόμου, πολλά δύναται τις
βεβαίως ν' αντείπη. Συνέτεινεν αναμφιβόλως εις την ατέλειαν αυτού η
έλλειψις προκαταρκτικής μελέτης (290), και η σπουδή μεθ' ης ο
νόμος εψηφίσθη.

Εκ της αμελείας και της σπουδής ταύτης προέκυψαν δυσκολίαι εις την
εφαρμογήν του νόμου, το δε προς εκτέλεσιν του νόμου εκδοθέν
βασιλικόν διάταγμα περιέπλεξεν, έτι πλέον τα πράγματα (291). Ουχ
ήττον όμως ο νέος νόμος, μετά τινων τροποποιήσεων ή άνευ τοιούτων,
δεν θα βραδύνη να εφαρμοσθή, εφαρμοζόμενος δε θα έχη, ως είπομεν,
το πλεονέκτημα ν' αποσβέση από του προϋπολογισμού βάρος μη ακριβώς
καθωρισμένον και όπερ ένα σχεδόν αιώνα μετά την επανάστασιν δεν
ανταποκρίνεται πλέον εις τον αρχικόν αυτού σκοπόν.



ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ
ΕΠΙ ΤΟΥ Β' ΒΙΒΛΙΟΥ



Ανασκοπούντες νυν τα κατά το Δημόσιον χρέος επί της Βαυαρικής
Δυναστείας, παρατηρούμεν ότι η αντιπάθεια του Όθωνος προς τα
δάνεια, η αναστολή της υπηρεσίας των δανείων των τριών Δυνάμεων και
των Βαυαρικών, καθώς και η μη αναγνώρισις των δανείων της
ανεξαρτησίας, κατέληξαν αφ' ενός μεν εις το να βαρυνθή ελάχιστα ο
προϋπολογισμός, αφ' ετέρου δ' όμως να φθάση το ονοματικόν χρέος της
Ελλάδος εις ύψη δυσθεώρητα.

Και εν ώ η αποστροφή του Βασιλέως προς τα δάνεια, εξηγουμένη και εκ
του ότι μόνον υπό επαχθεστάτους όρους ηδύνατο τότε να δανεισθή η
Ελλάς, είναι αξία παντός επαίνου, η μη επιδίωξις συμβιβασμού ως
προς τα μεγάλα ημών εξωτερικά δάνεια είναι τοσούτω μάλλον
κατακριτέα, καθ' όσον ηναγκάσθημεν βραδύτερον να υποβληθώμεν ένεκεν
αυτών εις βαρείας θυσίας.

Ανεξαρτήτως νυν πάσης κρίσεως περί της δημοσιονομικής ταύτης
πολιτείας, παρατηρούμεν ότι το δημόσιον χρέος της Βαυαρικής
Δυναστείας εις τας παραμονάς της πτώσεως αυτής συνοψίζεται ως εξής:

α') Δάνειον του 1824 και 1825.

Εκ των δανείων έμενον εν κυκλοφορία ομολογίαι αξίας 2,250,615
(292).
_Εις ταύτας προσθετέοι οι καθυστερούμενοι τόκοι από του 1826_.

β') Δάνειον των εξήκοντα εκατομμυρίων.
_Εις το χρεωστούμενον κεφάλαιον προσθετέοι και οι τόκοι από τον
1843_.

γ') Τα Βαυαρικά Δάνεια.

_Εκ τούτων υπελείπετο κεφάλαιον 2,700,000 δρ., εις ό προσθετέοι, ως
και άνω_, οι τόκοι από του 1843.

δ') Το εσωτερικόν χρέος, απαρτιζόμενον καθ' ολοκληρίαν σχεδόν εκ
του χρέους προς τας ναυτικάς νήσους, _χρέους υπολογισθέντος εις 20
εκατ. παλαιών δραχμών_ (293).

ε') _Αι Συντάξεις_, περιλαμβάνουσαι, και μετά το 1852, αποζημιώσεις
ή ανταμοιβάς σχετιζομένας προς τον Αγώνα.

Απέναντι του ονοματικού τούτου χρέους, ου το βάρος είναι δύσκολον
να υπολογισθή μετά τινος ακριβείας (294), ο τελευταίος
προϋπολογισμός της Βαυαρικής Δυναστείας αναγράφει τον εξής πίνακα:

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου