Τα νέα δεν ήταν καθόλου καλά για την Πλανταρού, το παρατηρούσε και μόνη της και εκεί τελείωνε ο κόσμος όλος γι’ αυτήν. Ποια εξασφάλιση της προίκας; Για ποιον; Δεν υπήρχε!
Η παρατήρηση από την βίγλα φανέρωνε πως:
Δὲν ἐφαίνετο πλέον νὰ ὑπάρχῃ ἐλπίς. Ὁ υἱός της θὰ ἐπνίγετο ἐκεῖ εἰς τὸ
ἄσπλαγχνον πέλαγος, καὶ τὴν νύμφην της ὁμοῦ μὲ τὸ ἔμβρυον θὰ τὴν
ἐσκέπαζεν ἡ «μαύρη γῆς».
Γι’ αυτό και η: γραῖα ἀπέκαμε. Ἡ βάρκα ἔγινεν ἄφαντη…
Εν τω μεταξύ:
[…] ἡ σύζυγος τοῦ υἱοῦ της ἐγέννησεν… ἄρρεν.
Ποια ήταν η υποδοχή του άρρενος εγγονού από την γιαγιά Πλανταρού; Ορίστε:
Ὤ! τὸ στρίγλικο, τὸ κακοπόδαρο, ὤ! τὸ γρουσούζικο, ὁποὺ ψωμόφαγε τὸν
πατέρα του! Πνῖξτέ το! Σκοτῶστέ το! Τί τὸ φυλᾶτε; Πετᾶτέ το στὸ γιαλό,
νὰ πᾷ νὰ βρῇ τὸν πατέρα του. Κι αὐτή, ἡ γουρουνοποδαρούσα ἡ μάννα του,
αὐτὴ ἡ πρωτάρα, ἡ στερεμένη, αὐτὴ ἡ λεχώνα ἡ λοχεμένη!… Ἠμπορεῖς, μαμμή,
νὰ τὴν καρυδοπνίξῃς, κειδὰ ποὺ θὰ ψοφολογήσῃ, στὸ κρεβάτι της, νὰ
στραμπουλίξῃς μὲ τὴ χεράρα σου καὶ τῆς κλήρας τὸ λαιμό, νὰ ποῦμε πὼς
ἐγεννήθηκε πεθαμένο τὸ παιδί, καὶ πὼς ἡ μάννα ἐτελείωσε, καθὼς κάθισε
στὰ σκαμνιά, ἠμπορεῖς;
Και όλα αυτά κατακλύζουν το μέσα μας, ενώ βρισκόμαστε στην επικράτεια του Δωδεαημέρου και μέσα στο κλίμα των Φώτων και δη «Ολόφωτων»! Καλά, για όλον αυτόν τον απανθρωπισμό μας προδιαθέτει ο τίτλος σας κύριε παπα-Διαμάντη; Τι στο καλό;
Εμείς από σας αναμέναμε πραγματικά Φώτα – Ολόφωτα! Αυτό επιθυμεί η ψυχή μας και μόνο αυτό! Να απολαύσει, με την έννοια να γαντζωθεί από εκεί και να μας πάει πιο κάτω όμορφα και γλυκά τώρα που αρχίζει η νέα χρονιά! Αυτό περιμέναμε από έναν παπα-Διαμάντη!
Κάτι τέτοιο μας κάνετε και με τον «Ρεμβασμό του Δεκαπενταυγούστου» -για να μην πω και χειρότερα.
Βλέπω, πάντως, πως γελάτε κάτω από τα μουστάκια και πάνω από την γενειάδά σας. Δεν είναι πράγματα αυτά! Διαμάντι, εντάξει, και μάστορας του λόγου μέγας είσαστε, αλλά σ’ αυτό το διήγημα από… ουσία μας στεναχωρείτε! Μας παρουσιάζετε ένα αυτοσχέδιο δράμα, μια τραγωδία και μας χαλάτε την μέρα! Θα μου πείτε πως δεν τελείωσε ακόμη το δράμα, η τραγωδία σας και μπορεί εν τέλει να μας επιφυλάσσει κάθαρση. Σωστά, αλλά να μην σας πούμε και μεις πως μας φαρμακώσατε μέχρις εδώ; Τι καμώματα, λοιπόν, είναι αυτά, πού το πάτε;
Μιλήστε μας ανοιχτά!
Και ο Αλέξανδρος ο παπα- Διαμάντης εξηγείται:
Δὲν τὴν ἐσκέπασεν ἡ μαύρη γῆς τὴν ταλαίπωρον μητέρα ὁμοῦ μὲ τὸν καρπὸν
τῶν σπλάγχνων της, καὶ τὸ πέλαγος ἵλεων δὲν ἔπνιξε τὸν πατέρα. Ὁ
Πλαντάρης εἶχε τελειώσει πρὸ πολλοῦ τὴν προσευχήν του, καὶ ὁ μικρὸς
ναύτης ὁ Τσότσος εἶχε φορέσει ἐκ νέου τὸ ὑποκάμισον καὶ τὴν περισκελίδα
του. Ὁ ζῳέμπορος ὁ Πραματὴς ἐπείσθη ὅτι ἦτο καλὸς χριστιανὸς καὶ ὅτι ἦτο
προωρισμένος νὰ ταφῇ εἰς εὐλογημένον χῶμα. Ὁ ἄνεμος εἶχε κοπάσει περὶ
τὸ δειλινόν, καὶ ὁ κυβερνήτης ἀνέλαβε τὸ κράτος του ἐπὶ τοῦ μικροῦ
σκάφους. Ἔπιασε δυνατὰ τὸ τιμόνι καὶ μὲ τὰ πολλὰ ὀρτσαρίσματα ἦλθεν ἡ
φελούκα εἰς μέρος ἀπαγκερόν, δίπλα εἰς τὴν ξηράν, ὀλίγα μίλια ἀπώτερον
τοῦ μικροῦ ὅρμου. Διὰ τοῦτο ἡ βάρκα εἶχε γίνει ἄφαντος εἰς τὰ ὄμματα τῆς
Πλανταροῦς, ἥτις δὲν εἶχε παύσει ν᾽ ἀγναντεύῃ ἀπὸ τὸ ὕψος τοῦ ἐξώστου.
Ἔφθασε δὲ ἀσφαλῶς εἰς τὸν ὅρμον, εὐθὺς ὡς ἔπεσεν ἐντελῶς ὁ ἄνεμος,
βασίλευμα ἡλίου.
Επιτέλους!
Ανασάναμε, να κάνουμε και εμείς Φώτα! Δι ελέου και φόβου!
Ακολουθούν, ανήμερα Φώτα, τα «κολυμπίδια» του παιδιού στην σκάφη και το «ασήμωμά» του, ενώ αυτό «κλαυθμηρίζει»! Συνεχίζουν με παράθεση δείπνου και η εκδήλωση εκ μέρους του Πραματή της επιθυμίας του να βαφτίσει το παιδί, στην βάπτιση που θα γινόταν την επόμενη μέρα, γιορτή του Αγίου Ιωάννη του Βαπτιστή. Σε όλη αυτή την σκηνή ήταν, βεβαίως, και ο νεαρός ναύτης Τσότσος.
Στο δείπνο γινόταν ένας μικρός χαμός, κυρίως, από τα παιδιά του πολύτεκνου συγγενούς και γείτονα, πράγμα που ενοχλούσε την λεχώνα και φτάνουμε στην αποθέωση με τις προπόσεις.
Ακούμε την πεθερά:
Ὅταν ἦλθεν ἡ σειρὰ τῆς Πλανταροῦς νὰ πίῃ εἰς τὴν ὑγείαν τῆς νύμφης της, εὐχήθη μὲ τρεῖς διαφόρους τόνους φωνῆς:
―Ἐβίβα, νύφη, μὲ καλὸ νὰ σαραντίσῃς… Κι ὅ,τ᾽ εἶπα, παιδάκι μ᾽… ἀστοχιὰ στὸ λόγο μου!
Σε τρεις τόνους! Με βολεύει και σε ένα! Γιατί μπορεί μέσα σε όλον αυτόν τον σάλο στην θάλασσα, στην ξηρά και στις ψυχές των ανθρώπων να μου ξέφυγε και μένα κάτι που δεν έπρεπε να πω για τον κ. Παπαδιαμάντη! Τι λέτε κι εσείς;
Οπότε: Κύριε Παπαδιαμάντη, τελικά, το σώσατε! Συγχαρητήρια! Καλά τα πήγατε! Το φέρατε το διηγημάτιον σας αισίως σε καλά… νερά και στην ξηρά και παρηγορήσατε τις ψυχές όλων των συμμετεχόντων! Βεβαίως, και τις δικές μας! Σε ό,τι με αφορά, αν είπα κι εγώ με την σειρά μου κάτι παραπάνω αστοχιά στον λόγο μου! Τα σέβη μου! Πάντα τέτοια! Και Φώτα – Ολόφωτα πάντα στις ψυχές των ανθρώπων! Για να μη πω και «Κ᾽στὸς ἀνέστη μπρε»!
Σας ευχαριστούμε!
Χρόνια πολλά, καλόφώτιστα!